Οπου το γράμμα σιωπά, μιλάει το έθιμο. Και το έθιμο λέει ότι καλού – κακού, πριν αρχίσεις να κλωτσάς την μπάλα, κλώτσα τον διαιτητή. Διαιτητής είναι. Δεν μπορεί. Κάπου θα φταίξει.

Το έθιμο δεν ισχύει μόνο στην μπάλα. Ισχύει και στη συνταγματική πράξη. «Συνταγματική πράξη» είναι ο ευφημισμός που εξωραΐζει την αντιπαράθεση στην οποία διαιτήτευσε τα τελευταία εικοσιτετράωρα ο Προκόπης Παυλόπουλος. Στην πραγματικότητα, παίχτηκε ένα απολύτως προβλέψιμο παιχνίδι, με επισπεύδουσες τη ΝΔ και τη ΛΑΕ, με δύο στόχους. Πρώτον, να μη φανεί ότι ο Τσίπρας ανεμπόδιστος πάτησε ένα κουμπί και πήγε τη χώρα σε εκλογές, χωρίς να επωμιστεί το κόστος της προσφυγής. Και, δεύτερον, να παιχτούν καθυστερήσεις, με το σκεπτικό ότι κάθε μέρα που περνάει βλάπτει τον ΣΥΡΙΖΑ –κάθε μέρα γίνεται ολοένα και πιο αισθητή η νέα κατάσταση στην οικονομία.

Νομικά, όποια λύση κι αν έδινε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θα είχε εκτεθεί στα βέλη της μιας ή της άλλης πλευράς. Οι ερμηνείες του Συντάγματος είναι τόσες όσοι και οι ερμηνευτές του. Αυτόν τον σχετικισμό απηχεί και η διάγνωση του συνταγματολόγου Βαγγέλη Βενιζέλου που –με τη μέθοδο της εκκωφαντικής παρασιώπησης –αποφάνθηκε ότι «σχεδόν όλα έγιναν σχεδόν όπως έπρεπε».

Πολιτικά, η λύση Παυλόπουλου ακολούθησε το διαιτητικό πρότυπο, όπως το είχε ορίσει παλαιός ποδοσφαιρικός παράγοντας: έκοψε το καρπούζι στη μέση, φροντίζοντας να πέσουν τα σπόρια στην πλευρά του γηπεδούχου. Υπέμεινε –αν και όχι αναπάντητα –τις αιτιάσεις ότι υλοποιεί την ατζέντα του Μαξίμου, καθοδηγώντας ταυτόχρονα τη θεσμική ακολουθία εντός του χρονοδιαγράμματος Τσίπρα.

Επιβεβαίωσε έτσι ένα άλλο προηγούμενο που τείνει να λάβει περιωπή εθιμικής κανονικότητας: ο Πρόεδρος δεν προέρχεται από την παράταξη που τον προτείνει, αλλά δένεται μαζί της διά της συγκατοίκησης, απομακρυνόμενος από τη δική του πολιτική οικογένεια. Είναι ένα ισοζύγιο που λειτούργησε και στο δίδυμο Στεφανόπουλου – Σημίτη και στο δίδυμο Παπούλια – Καραμανλή.

Ο Πρόεδρος ένιωσε χθες την ανάγκη σε οκτακόσιες και πλέον λέξεις να εξηγήσει σχολαστικά –και απολογητικά –τις ενέργειές του, από την πρώτη εντολή ώς τον χθεσινό τηλεφωνικό γύρο. Διαβάζονται σαν ιατροδικαστική έκθεση που φέρνει τον αναγνώστη της αντιμέτωπο με τη ματαιότητα αυτού του εξαήμερου θεάτρου. Πολλή θεσμική ενέργεια σπαταλημένη.

Από την ίδια αίσθηση ματαιότητας κινδυνεύει πλέον να δηλητηριαστεί και η εκλογική διαδικασία. Αυτό που ο Πρόεδρος ονομάζει «πολιτικό πολιτισμό της Ελλάδος» ταυτίζει τη δημοκρατία με τις εκλογές –υποτιμώντας ως απλώς συνοδευτικούς τους θεσμούς που την ολοκληρώνουν.

Αυτή η συστημική παρανάγνωση απειλεί πάλι να μας φέρει στην ανάγκη του διαιτητή, ιδίως αν αποδειχθεί ότι στις δημοκρατίες υπάρχουν τελικά αδιέξοδα. Αδιέξοδα που τα προκαλούν οι εκλογές. Και η εκλογική κόπωση.