Στο συμπαγές μπλοκ της πολιτικής ειδησεογραφίας βρήκε προχθές μια τόση δα ρωγμή και τρύπωσε ο Ζυλιέν. Η ιστορία του 20χρονου πρόσφυγα που πέρασε πρώτος στους Ηλεκτρολόγους Μηχανολόγους του ΤΕΙ Πειραιά είναι πλέον γνωστή. Δεκαέξι ετών έφθασε μόνος του, ορφανός και φοβισμένος, από την Αφρική στην Ελλάδα. Ξεπέρασε το εμπόδιο της γλώσσας και μέσα σε τρεις μήνες έμαθε ελληνικά. Ξεπέρασε την προκατάληψη και τον ρατσισμό και μιλάει με ευγνωμοσύνη για την «οικογένειά» του στο Κέντρο Προστασίας Ανήλικων Προσφύγων στην Κόνιτσα. Ξεπέρασε την πείνα και τη δίψα που αντιμετώπισε τον πρώτο καιρό. Το μόνο που δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει φαίνεται ότι είναι ο φόβος. Φοβόταν στην πατρίδα του, φοβόταν όταν πέρασε τα σύνορα, φοβόταν το χιόνι όταν περπατούσε μόνος του στο δάσος, φοβόταν στο κρατητήριο, φοβόταν την ίδια τη ζωή όταν περιπλανιόταν στην Αθήνα. Αλλά φοβάται ακόμη και τώρα που θα αφήσει την «αγκαλιά» της Κόνιτσας για να κατεβεί στον Πειραιά.

Η ιστορία του Ζυλιέν με έκανε να αναρωτηθώ μήπως, υπό ορισμένες συνθήκες, ο φόβος είναι κινητήριος δύναμη. Μήπως ο φόβος έκανε ένα άλλο προσφυγόπουλο, τον Αϊνστάιν, να ξεπεράσει τα όρια της γνώσης. Και ανησυχώ ακόμη περισσότερο για τα εκατομμύρια των προσφύγων και των κυνηγημένων που δεν είναι Αϊνστάιν, ούτε καν Ζυλιέν, ώστε να μετουσιώσουν τον φόβο σε υπέρβαση.

ΥΓ: Αφιερωμένο σε αυτούς που μας έκαναν να καταλάβουμε πόσο φτηνός είναι ο ρατσισμός. Δύο ευρώ. Οσα ζητούν από τους πρόσφυγες για να τους φιλοξενήσουν στην αυλή τους ή να φορτίσουν τα κινητά τους.