Είναι λεπτομέρεια. Μια ψηφίδα που όμως συμπυκνώνει όλο το μωσαϊκό του παρόντος σε μόλις τριάντα λέξεις: «Στην ώρα τους θα καταβληθούν οι συντάξεις του Αυγούστου, όπως διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια σύσκεψης που πραγματοποιήθηκε υπό τον υπουργό Εργασίας Γιώργο Κατρούγκαλο και τον υφυπουργό Κοινωνικής Ασφάλισης Παύλο Χαϊκάλη».

Το ανακοινωθέν δηλώνει πολύ περισσότερα απ’ όσα λέει. Δηλώνει ότι εκδίδεται σε μια χώρα όπου, πρώτον, είναι πλέον επίτευγμα να πληρώνονται οι συντάξεις εγκαίρως. Και, δεύτερον, εγγυητές του επιτεύγματος είναι ο Κατρούγκαλος και ο Χαϊκάλης.

Αυτή η πραγματικότητα είχε ήδη αρχίσει να εκτυλίσσεται με πιο θεατρικό τρόπο στην τελετή παράδοσης του υπουργείου την προηγουμένη. Εκεί, χάρη στον κατρουγκάλειο βερμπαλισμό, η ευγνωμοσύνη προς τον καλό εταίρο από τους ΑΝΕΛ συναντήθηκε με έναν θούριο για τη μαρτυρική Αριστερά. Οχι, είπε ο Κατρούγκαλος, η συμφωνία με τους εταίρους δεν είναι μια νέα Βάρκιζα, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ κρατάει ακόμη τα όπλα. Τα όπλα είναι η εξουσία.

Ο υπουργός θα είχε πει όντως κάτι σπουδαίο. Κάτι ιστορικώς συνταρακτικό. Ομως η Βάρκιζα έχει γίνει πια καθημερινής χρήσης. Την επιστρατεύει στο facebook ως ηλεκτρονικό φέιγ βολάν ακόμη και η Ραχήλ Μακρή.

Το γεγονός ότι οι εμφυλιακές αναφορές είναι πια τόσο κοινότοπες δεν τις κάνει λιγότερο επικίνδυνες. Κάθε άλλο. Είναι σαν να παίζει κανείς με ραδιενεργά απόβλητα, που θα είχε κάθε λόγο να αφήσει θαμμένα στο υπέδαφος της ελληνικής ιστορίας.

Εντάξει, όλες οι πολιτικές δυνάμεις κατεβάζουν τα εικονίσματα όταν έχουν ανάγκη συναισθηματικής προσπέρασης της πραγματικότητας. Ομως, στην περίπτωση της πρώτη-φορά-κυβερνώσας Αριστεράς δεν πρόκειται για στιγμιαίο αντανακλαστικό.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δίνει συνεχώς την εντύπωση ότι αντί να διαχειρίζεται το παρόν πολώνεται με την Ιστορία. Το βλέπει κανείς στην αυτολύπηση της ήττας –όταν ο συμβιβασμός παρουσιάζεται ως οδυνηρή συνθηκολόγηση. Στην αυτοθυματοποίηση της «παρένθεσης» –όταν όλος ο κόσμος εμφανίζεται να συνωμοτεί για να ανατρέψει την κυβέρνηση. Στον αυτοθαυμασμό της νίκης –όταν το «Οχι» προβάλλεται ως «σπόρος» που θα αλλάξει τη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη.

Πρόκειται για τις διαφορετικές όψεις του ίδιου μεγαλοϊδεατισμού. Του μεγαλοϊδεατισμού που αντανακλάται και στη μόνη αυτοκριτική που ο Πρωθυπουργός επέτρεψε μέχρι στιγμής στον εαυτό του. Το λάθος του, είπε, ήταν ότι υπερεκτίμησε τη «δύναμη του δίκιου».

Αν αυτός ο ιεραποστολικός λυρισμός προερχόταν μόνο από τον Κατρούγκαλο θα είχε λόγους να τον εκλάβει κανείς ως στυγνό πολιτικό μάρκετινγκ. Ως την αριστερολογία ενός επαγγελματία. Ομως η συστηματική χρήση του δείχνει μια Αριστερά που, αντί να κυβερνά, είναι έτοιμη να βυθιστεί σε έναν διάλογο με τον εαυτό της. Που είναι έτοιμη να διχαστεί σε ήρωες και δηλωσίες, αφήνοντας την ψυχορραγούσα οικονομία να περιμένει.