Ακούγεται παράξενο, αλλά είναι αλήθεια. Ο Σόιμπλε στη Γερμανία θεωρείται ορκισμένος ευρωπαϊστής. Τόσο ευρωπαϊστής που ορισμένοι στο κόμμα του τον έχουν κατηγορήσει ότι λειτουργεί εις βάρος των εθνικών συμφερόντων. Πώς έφτασε ο ευρωπαϊστής να μεθοδεύει ενεργά τη διάλυση της ευρωζώνης;

Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών δεν περίμενε την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ για να αρχίσει να σκέφτεται το Grexit. Απλώς η νέα ελληνική κυβέρνηση τον βοήθησε να κατασταλάξει. Το σκεπτικό είναι ότι η αποπομπή μιας απείθαρχης, αμεταρρύθμιστης χώρας θα ενίσχυε, παρά θα έβλαπτε την ευρωζώνη. Στα μάτια του ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το αλητάκι που εισέβαλε στο σπίτι για να τα κάνει λαμπόγυαλο. Και στη γειτονιά –Podemos στην Ισπανία, Λεπέν στη Γαλλία –καραδοκούσε όλο το αληταριό. Αν το Βερολίνο ενέδιδε στον Τσίπρα, θα καθιστούσε αναξιόπιστη την ευρωζώνη και θα υπονόμευε την εμβάθυνσή της, πριμοδοτώντας τις δυνάμεις που την αντιστρατεύονται.

Στην αρχή είχε μαζί του το κόμμα αλλά όχι την καγκελάριο. Η Μέρκελ πίστευε ότι μπορούσε να «δαμάσει» τον Τσίπρα. Εβλεπε σε αυτόν το πολιτικό ένστικτο που θα τον οδηγούσε σε προσαρμογή στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η τροπή που πήραν οι διαπραγματεύσεις έκαναν τη Μέρκελ να προσχωρήσει στην άποψη του υπουργού της.

Η πιο συχνή μομφή κατά του Σόιμπλε είναι ότι δεν καταλαβαίνει οικονομικά. Ακόμη και στο εσωτερικό της Γερμανίας η εμμονή του στο περιβόητο «μαύρο μηδέν» –μηδέν έλλειμμα με μηδέν νέο δανεισμό –είναι μάλλον μια φετιχιστική καθήλωση, παρά μια πολιτική με οικονομικό νόημα.

Αυτό δεν σημαίνει ότι ο εκλεγόμενος αδιαλείπτως από το 1972 βουλευτής δεν καταλαβαίνει από πολιτική. Αρκεί κανείς να δει πώς στρατολόγησε για τον σκοπό του τους αντιπάλους του. Πώς χρησιμοποίησε υπέρ του Grexit το σηκωμένο δάχτυλο του Βαρουφάκη. Και πώς, σε ανύποπτο χρόνο, είχε απευθύνει τη δόλια παραίνεση ότι «το δημοψήφισμα είναι μια καλή ιδέα».

Τώρα ο Σόιμπλε έφτασε να δέχεται ως μόνη εναλλακτική στο Grexit ένα Μνημόνιο-ζουρλομανδύα. Πρόκειται για ένα μείγμα που βασίζεται στη διάγνωση –κοινό τόπο πλέον για τη γερμανική ελίτ –ότι η Ελλάδα δεν είναι ούτε Ιρλανδία ούτε Πορτογαλία. Το οικονομικό της αδιέξοδο είναι απλώς σύμπτωμα της πολιτικής και θεσμικής της υπανάπτυξης. Αυτή η αντίληψη αντανακλάται και στο γεγονός ότι ζητούνται ως προαπαιτούμενα μέτρα όπως η «αποπολιτικοποίηση της δημόσιας διοίκησης» ή η αναθεώρηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Ο Σόιμπλε ζητάει στην ουσία έναν μηχανισμό που θα προστατεύει την Ελλάδα από το πολιτικό της σύστημα. Μοιάζει, έτσι, να ζητάει τη θεραπεία ενός προβλήματος που ο ίδιος επιδείνωσε. Αν η Ελλάδα ήταν δύσκολο να αλλάξει πριν από πέντε χρόνια, σήμερα ίσως είναι πια ανεπίδεκτη μεταρρυθμίσεων λόγω της άγνοιας –ή της ωμής αδιαφορίας –των δανειστών για τις πολιτικές παρενέργειες της σαρωτικής λιτότητας. Αυτοί τους οποίους ο Σόιμπλε αναθεματίζει τώρα ως αφερέγγυους είναι και δικά του παιδιά.