Συνταξιούχος πια, ο Παναγιώτης Ζαφείρης, ο ήρωας του Βασίλη Γκουρογιάννη στο καινούργιο μυθιστόρημά του «Σενάριο αθανασίας» (εκδόσεις Μεταίχμιο), είναι αναγνωρισμένος συγγραφέας, έχει πίσω του μια πετυχημένη δικηγορική καριέρα, είναι παντρεμένος σαράντα χρόνια με την ίδια γυναίκα, στην οποία υπήρξε πάντοτε πιστός, έχει μαζί της δύο κόρες και μια εγγονή. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι έζησε ευτυχισμένη ζωή. Αλλά οι ευτυχισμένες ζωές είναι συνήθως στερημένες. Ο Ζαφείρης δεν μπόρεσε να ισορροπήσει το πολιτισμένο με το πρωτόγονο, το ανθρώπινο με το ζωώδες κομμάτι του εαυτού του, ώστε να είναι ολοκληρωμένη η ύπαρξή του. Πάντα κατέστελλε το δεύτερο στοιχείο. Και τώρα στα στερνά αυτό διεκδικεί τα δικαιώματά του με βία και αφύσικους τρόπους.

Οπως θα περίμενε κανείς, η καταστολή για την οποία πρόκειται εδώ έχει να κάνει με τη σεξουαλικότητα. Αλλά η ψυχαναγκαστική εγκράτεια του Ζαφείρη οφείλεται σε μια συγκεκριμένη ανατομική ιδιομορφία του, που την έκρυβε πάντοτε από όλους, ακόμη και από τη (σεξουαλικά άμαθη και μάλλον σεμνότυφη) γυναίκα του, γιατί ήταν κάτι κυριολεκτικά ζωώδες, που θα τρόμαζε τον οποιονδήποτε. Από τη στιγμή βέβαια που ο αναγνώστης υποψιαστεί, περίπου στη μέση του μυθιστορήματος, ποια περίπου είναι αυτή η ιδιομορφία, περνάει γρήγορα από την έκπληξη στην ψυχρότητα: η περίπτωση του ήρωα, ακόμη και αν γίνει πιστευτή, είναι τόσο ειδική, τόσο στενά οριοθετημένη ώστε αφορά μόνο τον ίδιο.

Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν ο Γκουρογιάννης εισάγει στην ιστορία του Κενταύρους και αιματηρές βακχικές τελετουργίες στη νυχτερινή ύπαιθρο της σημερινής Αιτωλοακαρνανίας. Είναι παραπάνω από προφανές ότι θέλει να λειτουργήσουν τα μυθικά όντα ως σύμβολο της απωθημένης από τον ήρωά του επιθυμίας για ένωση του ανθρώπου με το ζώο. Αλλά οι Κένταυροί του δεν είναι καθόλου μυθικοί. Δεν κατοικούν καν σε εκείνη τη ζώνη του λυκόφωτος μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, μεταξύ ρεαλισμού και μαγείας, όπου τόσο επιδέξια είχε κινηθεί ο Γκουρογιάννης σε προηγούμενα βιβλία του. Είναι ενοχλητικά υλικοί, με υπερβολικά πολύ κρέας για να είναι σύμβολο. Οι περιγραφές της ανατομίας τους και των οργίων τους με γυναίκες εξίσου στερημένες όσο ο ήρωας είναι τόσο νατουραλιστικές ώστε δεν αφήνουν το παραμικρό περιθώριο για ποιητικές αναγωγές. Οι τελευταίες σελίδες μάλιστα, όπου ο συγγραφέας θέλει να κορυφώνεται ένα δράμα, αφήνουν μάλλον την αίσθηση φάρσας.

Ο Γκουρογιάννης είναι ένας από τους πιο πρωτότυπους, τολμηρούς και διεισδυτικούς συγγραφείς που έχουμε. Εχει δώσει εξαιρετικά βιβλία, όπως τα «Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων», «Το ασημόχορτο ανθίζει», «Ο θίασος των Αθηναίων», «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή» και άλλα. Γι’ αυτό ξενίζει πολύ η τόση αστοχία του εδώ. Είναι πιθανό ότι οι αναστολές του ήρωά του (με τον οποίο έχει πολλά κοινά βιογραφικά στοιχεία) απηχούν δικά του απωθημένα, που ξέσπασαν όψιμα, κακοφορμισμένα, με συσσωρευμένη πίεση και γι’ αυτό με λογοτεχνικά καταστροφικό τρόπο, όπως σε εκείνον με φυσικά καταστροφικό τρόπο. Επειδή όμως ο καλός συγγραφέας φαίνεται και στις αποτυχίες του, σώζουν κάπως αυτό το βιβλίο οι πολλές βαθιές και ωραία εκφρασμένες σκέψεις πάνω στο γήρας και στους απολογισμούς της ζωής οι οποίοι καταγράφουν πετυχημένες πορείες σε δρόμους που δεν οδηγούν στην πλήρωση.