Η πιο ουσιαστική συμβολή του ήταν η παραίτησή του. Αυτός θα μπορούσε να είναι ένας συνοπτικός απολογισμός – αντί του προσήκοντος ρέκβιεμ – για τη θητεία του Γιάνη Βαρουφάκη. Αν κρίνει κανείς από τις αντιδράσεις ανακούφισης που προκάλεσε σε δανειστές και ημετέρους το tweet της αποχώρησής του, θα βοηθήσει τις διαπραγματεύσεις η απουσία του. Αν δεν είναι ήδη αργά για διαπραγματεύσεις.

Κι όμως.Η ιστορία δεν έμελλε να γραφτεί έτσι. Αναλαμβάνοντας το χαρτοφυλάκιό του, ο Βαρουφάκης δεν κόμιζε μόνο τους 142.000 σταυρούς που είχε δρέψει ως νεοφώτιστος στη Β’ Αθηνών. Κόμιζε κι ένα βιογραφικό σπάνιο για τα δεδομένα της ανθρωπογεωγραφίας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κόσμος του δεν ήταν ο κόσμος του Φλαμπουράρη. Το βεληνεκές του υπερέβαινε τη βοή των αμφιθεάτρων και τους καπνούς των κομματικών συσκέψεων.

Θεωρητικά, ο Βαρουφάκης είχε τα εφόδια να βοηθήσει μια κυβέρνηση άπειρη στα ευρωπαϊκά πράγματα να βρει τον βηματισμό της στη σκηνή της ΕΕ. Στην πραγματικότητα συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Αντί να βοηθήσει το πρωθυπουργικό επιτελείο στην κατανόηση του οικονομικώς – και διαπραγματευτικώς – εφικτού, ο Βαρουφάκης φαίνεται ότι οδήγησε σε μια αεροβασία.

Ενστάλαξε στην κυβερνητική στρατηγική τις θεωρίες των νεοκεϊνσιανών της ελαφράς αμερικανικής Αριστεράς που βλέπουν την κρίση στην ευρωζώνη ως μακροοικονομικό γύμνασμα, χωρίς να έχουν επαφή με την πολιτική της μηχανική και τον ιστορικό της ορίζοντα. Συνέβαλε έτσι σε μια τακτική που εκδηλώθηκε περισσότερο ως σταυροφορία για τον εξαγνισμό της ευρωζώνης, παρά ως επείγουσα προσπάθεια ενός χρεοκοπημένου κράτους να εξασφαλίσει όρους επιβίωσης μέσα σε αυτήν. Επέμενε σε αυτή την τακτική, ακόμη κι όταν το πρωθυπουργικό επιτελείο άλλαξε πλάνο διαπραγμάτευσης. Επέμενε απτόητος ακόμη και από τον παραγκωνισμό του.

«Δεν είμαι πολιτικός» έλεγε και ξαναέλεγε ο Βαρουφάκης. Και όντως πολιτεύτηκε με τον παρορμητισμό του ερασιτέχνη που αποδείχτηκε διπλωματικά αναλφάβητος. Η ιδιοσυγκρασία του απορρόφησε την αποστολή του. Γρήγορα η σχέση του με τους εταίρους πήρε σαδομαζοχιστικά χαρακτηριστικά. Από τη μια απολάμβανε να τους βασανίζει μέχρι αποπληξίας με τον διδακτισμό του. Κι από την άλλη έδειχνε να ηδονίζεται εξίσου από τις οργισμένες αντιδράσεις εναντίον του.

Ο διάδοχος του Βαρουφάκη – νιώθοντας εύλογα την ανάγκη να μιλήσει με όρους θεάματος – παραλλήλισε τον εαυτό του με την Κατίνα Παξινού. Αν ο Τσακαλώτος πηγαίνει στο υπουργείο ως Παξινού, ο Βαρουφάκης φεύγει ως Βουγιουκλάκη.

Θα μπορούσε να απολαύσει κανείς το θέαμα. Θα μπορούσε, αλλά λίγο πριν από την αυλαία το έργο δεν εκτυλίσσεται ως φάρσα. Η πραγματικότητα παίρνει ήδη την εκδίκησή της από τη φαντασμαγορία.