Για τη συνέχεια δεν έχουμε πολλά να πούμε – περιμένουμε τις Βρυξέλλες…

Για το αποτέλεσμα της Κυριακής, όμως, και με μια πιο ψύχραιμη ματιά έχω δύο πρόσθετες παρατηρήσεις.

Πρώτον, η μαζική νίκη του Οχι ήταν ταυτοχρόνως και μια ήττα της συντεταγμένης κοινωνίας – των ελίτ που θα λέγαμε σε μια άλλη γλώσσα…

Η συντεταγμένη κοινωνία σε όλες τις εκδοχές της τάχθηκε σχεδόν ομόθυμα με το Ναι. Βγήκε ένα συντριπτικό Οχι.

Αυτό ασφαλώς λέει πολλά για την ποιότητα των σχέσεων εκπροσώπησης. Κυρίως όμως λέει κάτι και για τους εκπροσωπούμενους.

Διότι όταν ο ελληνικός λαός έχει συντριπτικά αποποιηθεί των ευθυνών του για την κατάσταση της χώρας, τότε είναι προφανές ότι οι ευθύνες αυτές χρειάζεται να φορτωθούν σε άλλες πλάτες.

Στους παλιούς, στους ξένους, στους ολιγάρχες, στα κανάλια, στο σύστημα, στους δημοσιογράφους, στους Γερμανούς, στους άλλους, στη διαπλοκή. Ολοι φταίνε – πλην του «λαού» και του εκάστοτε ομιλούντος…

Ετσι η χώρα μας είναι ίσως μια από τις ελάχιστες χώρες παγκοσμίως όπου η κρίση όχι μόνο δεν λειτούργησε ως άσκηση αυτογνωσίας, αλλά ταυτοχρόνως ενεργοποίησε έναν μηχανισμό αποποίησης ευθύνης και εντοπισμού ενόχων. Εναν ανορθολογικό μηχανισμό ισοπεδωτικής απόρριψης.

Ομολογώ ότι έβλεπα το πρώτο αλλά είχα υποτιμήσει το δεύτερο.

Δεύτερον, η υπερψήφιση του Οχι σε συνθήκες πλήρους οικονομικής απορρύθμισης ερμηνεύτηκε περίπου ως παλικαριά του ελληνικού λαού που αψήφησε κινδύνους και φοβέρες.

Ενδεχομένως. Ταυτοχρόνως όμως λέει πολλά και για τον βαθμό ενσωμάτωσης των Ελλήνων σε ένα ορθολογικό οικονομικό μοντέλο που χρειάζεται σταθερό νόμισμα, υγιείς επιχειρήσεις και ανοιχτές τράπεζες για να λειτουργήσει.

Αν αυτή η ενσωμάτωση αφορά μόνο μια μειοψηφία, τότε είτε κλείσεις τις τράπεζες είτε δεν τις κλείσεις το εκλογικό κακό είναι μικρό.

Με άλλα λόγια, αν η κοινωνική πλειοψηφία κινείται ουσιαστικά εκτός επίσημης οικονομίας (είτε επειδή είναι άνεργοι είτε επειδή είναι συντηρούμενοι είτε επειδή έχουν χρήματα στο σπίτι ή στο εξωτερικό είτε επειδή είναι χρεοκοπημένοι είτε επειδή ζουν σε μια μαύρη παράλληλη οικονομία), τότε τα ορθολογικά οικονομικά επιχειρήματα τους αφήνουν ανέγγιχτους.

Προ μηνών, σε μια συνάντηση με τον Σταύρο Θεοδωράκη, ο Πρωθυπουργός του είχε πει σχεδόν προφητικά:

– Νομίζεις ότι υπάρχουν πολλοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ που ενδιαφέρονται για τις τράπεζες;

Προφανώς ήξερε καλύτερα. Κι αυτό αποδείχτηκε την Κυριακή.

Με άλλα λόγια, έχουμε όντως μια χώρα κομμένη στα δυο – άντε 60/40…

Μοιρασμένη όμως σε δυο καινούργια στρατόπεδα. Με εντελώς διαφορετικές κοινωνικές, οικονομικές, μορφωτικές και αξιακές αναφορές. Και με ελάχιστα σημεία επαφής.

Ο Θεός να βάλει το χέρι του.