Ας πούμε ότι οι νέοι έχουν ελαφρυντικά. Η γενιά του Αλέξη και της Ζωής κληρονόμησε το μπραντ και τα κλισέ της Αριστεράς, χωρίς να χρειαστεί να κουβαλήσει το ιστορικό τους βάρος. Κληρονόμησαν την επαναστατική μυθολογία, χωρίς να έχουν καταβάλει το κόστος της –και το σύνδρομο καταδίωξης χωρίς να έχουν ποτέ αντιμετωπίσει διώκτες.

Οι γεννημένοι μετά το ’74 συριζαίοι ήταν αναμενόμενο ότι θα μετέφεραν και στη σκηνή της διακυβέρνησης τα συνδικαλιστικά ήθη του φοιτητικού αμφιθεάτρου. Ο Δραγασάκης όμως;

Ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης ήταν –ήδη πριν από τις εκλογές –το αντίβαρο νηφαλιότητας στον διάπυρο βολονταρισμό της άπειρης ηγεσίας. Οι μικροί μπορεί να αφιονίζονται από τις υπερβολές της ίδιας τους της συνθηματολογίας. Εκείνος, όμως, ξέρει.

Ξέρει τι σημαίνει να κλείνουν οι τράπεζες. Οτι το «σώζουμε την κοινωνία και όχι τις τράπεζες» ακουγόταν ωραίο, αλλά ήταν πιο παραπειστικό κι από ερώτημα βεβιασμένου δημοψηφίσματος.

Ξέρει τι σημαίνει χρεοκοπία. Οτι οι δανειστές θα μπορούσαν από χθες στη 1 π.μ. να απαιτήσουν να πληρωθούν αυθωρεί όλα τα χρέη –και ο ELA που έχουν απορροφήσει οι τράπεζες, και τα χρήματα των ευρωπαίων φορολογουμένων για τα οποία είναι υπόλογες οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης. Δεν έσπευσαν να ασκήσουν τα δικαιώματα τους εις βάρος της αναξιόχρεης Ελλάδας προφανώς για να μην «παρεμποδίσουν την έκφραση της βούλησης του ελληνικού λαού».

Ο Δραγασάκης ξέρει τι σημαίνει «εγγυώμαι» τις καταθέσεις. Οτι δεν μπορείς να τις εγγυάσαι όταν τα κλειδιά των τραπεζών τα κρατάει η Φρανκφούρτη.

Ξέρει τι σημαίνει διχασμός. Οτι βαθαίνεις το τραύμα που προκάλεσες όταν αναθεματίζεις προκαταβολικά τους πολίτες της άλλης άποψης ως μνημονιακούς «yes men».

Στ’ αλήθεια ξέρει; Δεν χρειάζεται κανείς να επικαλεστεί παρασκηνιακή διαφοροποίηση του αντιπροέδρου ως προς τις στρατηγικές επιλογές της τελευταίας εβδομάδας. Από τα συμφραζόμενα όσων είπε δημοσίως, αποδεχόμενος ανοιχτά και το ενδεχόμενο ματαίωσης του δημοψηφίσματος, φάνηκε να έχει μια κάποια επίγνωση της κατάστασης. Επίγνωση που δεν διαφαίνεται πουθενά πίσω από την αυτάρεσκη ρητορική του υπόλοιπου κυβερνητικού στρατοπέδου.

Ο Δραγασάκης δεν είναι περαστικός. Δεν προσγειώθηκε ξαφνικά με σηκωμένο τον γιακά για να αξιοποιήσει την ελληνική περιπέτεια ως σκηνή παγκόσμιας προβολής του. Δικαιούται να νιώθει οξύτερα το άγχος της «παρένθεσης». Την αγωνία να αποδείξει ότι η Αριστερά που υπηρέτησε –και επί Υπαρκτού και επί Ανύπαρκτου –δεν βρίσκεται τελεσίδικα εκτός Ιστορίας.

Η ιστορία καταπίνει τα τελευταία εικοσιτετράωρα. Η χώρα επιβεβαιώνει ραγδαία τη βορειοευρωπαϊκή θεωρία του failed state –του θεσμικά σαθρού και πολιτικά χρεοκοπημένου κράτους που δεν μπορεί παρά να αποδειχθεί ασύμβατο με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Στον κατακλυσμό αυτής της σομαλοποίησης ο Δραγασάκης δεν θα μπορεί να πει ότι κρατούσε ομπρέλα.