Δύο όψεις έχει η προσπάθεια της Κίνας να γίνει παγκόσμια υπερδύναμη. Η μία είναι η πολιτικοστρατιωτική και η άλλη είναι η οικονομική.

Στο πολιτικό και στρατιωτικό σκέλος τη βλέπουμε να ισχυροποιεί τις ένοπλες δυνάμεις της, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την οχύρωση των διεκδικούμενων και από άλλες γειτονικές χώρες νησιών Spratly, όπου κατασκευάζει αεροδρόμια για μαχητικά αεροσκάφη.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η νέα βάση της Κίνας στο νησί συνιστά απειλή για την ασφάλεια τόσο του Βιετνάμ, των Φιλιππίνων και άλλων γειτονικών χωρών όσο και για τα αλιευτικά τους δικαιώματα καθώς και για τις έρευνες υδρογονανθράκων. Η διεθνής κοινότητα έχει κάθε συμφέρον να αποθαρρύνει τέτοιες δραστηριότητες.

Αλλά σε οικονομικό επίπεδο οι πρωτοβουλίες της πρέπει να αντιμετωπιστούν διαφορετικά. Πάρτε για παράδειγμα τον Δρόμο του Μεταξιού που υπόσχεται οφέλη όχι μόνο για την ίδια αλλά και για τις αναδυόμενες οικονομίες της Κεντρικής Ασίας που θα διασχίζει. Χρηματοδοτώντας υποδομές στις χώρες αυτές, η νέα Ασιατική Επενδυτική Τράπεζα Υποδομών που θα αναλάβει να υλοποιήσει το φαραωνικών διαστάσεων σχέδιο δεν εξυπηρετεί μόνο την ανάπτυξή τους αλλά και τη σύνδεσή τους με τον υπόλοιπο κόσμο.

Ταυτόχρονα, η Κίνα επιδιώκει να διεθνοποιηθεί περαιτέρω το νόμισμά της και έχει ζητήσει από το ΔΝΤ να συμπεριληφθεί το γουάν στο καλάθι των νομισμάτων του αποθεματικού του ταμείου (SDR). Σε αυτό περιλαμβάνονται το δολάριο, το ευρώ, το γεν και η στερλίνα.

Πράγματι δεν είναι εύκολο για τη διεθνή κοινότητα να αντιμετωπίσει τον Κινεζικό Δράκο. Οταν επιδίδεται σε εδαφικές διεκδικήσεις θα πρέπει να αποθαρρύνεται. Αλλά οι οικονομικές της πρωτοβουλίες θα πρέπει να ενθαρρύνονται.

Ο Μπάρι Αϊχενγκριν είναι καθηγητής Οικονομικών

στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Μπέρκλεϊ

και στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.