Οδεύοντας προς τη Σύνοδο Κορυφής της Δευτέρας, ο Πρωθυπουργός γνωρίζει ασφαλώς ότι δεν δικαιούται να επιστρέψει χωρίς – κάποιου είδους – συμφωνία: κάθε άλλη έκβαση θα ισοδυναμούσε με την απόλυτη καταστροφή για την ελληνική κοινωνία. Μια βίαιη επιστροφή στο πιο σκοτεινό παρελθόν χωρίς ελπίδα ανάκαμψης.

Εχοντας χρονοτριβήσει επί πεντάμηνο, έχοντας χάσει και τον τελευταίο σύμμαχο, η κυβέρνηση προσέρχεται για την τελική διαπραγμάτευση με την πλάτη στον τοίχο – και με σοβαρό το ενδεχόμενο να κληθούν οι φορολογούμενοι να πληρώσουν πολύ ακριβά κάθε ευρώ που θα εκταμιεύσουν οι πιστωτές της χώρας.

Είναι βεβαίως προφανές ότι ακόμα και με το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, τίποτε δεν θα έχει τελειώσει τη νύχτα της Δευτέρας: η ομάδα των στελεχών του κυβερνώντος κόμματος, που έδωσε έναν μαύρο τόνο στην τελευταία εβδομάδα – με τις απανωτές δηλώσεις περί επικείμενης ρήξης, που άδειασαν τις τράπεζες – θα είναι και πάλι εδώ διεκδικώντας τη δικαίωση. Και, φυσικά, θα υπονομεύσει την όποια συμφωνία.

Ο Πρωθυπουργός δεν έπραξε το παραμικρό για να συνετίσει αυτά τα στελέχη του – αντιθέτως, έδωσε το «παρών» στη σύναξη της Προέδρου της Βουλής επιβραβεύοντας τις εξάρσεις της, ενώ μέσω των επικοινωνιακών στελεχών του δεν δίστασε να μιλήσει για δήθεν συνωμοσίες πίσω από το «στράγγισμα» των τραπεζών.

Ιστορικά, τακτικές όπως η επιβράβευση των ακραίων και των λαϊκιστών ή η συνωμοσιολογία αποδείχθηκαν πάντοτε λανθασμένες για εκείνους που τις εφάρμοσαν. Και, φυσικά, οι κανόνες της πολιτικής δεν θα αλλάξουν τώρα.

Για πολύ καιρό, η κυβέρνηση συντήρησε μια διγλωσσία – άλλα έλεγε στο εξωτερικό, άλλα στο εσωτερικό. Ομως τα επικοινωνιακά παιχνίδια έχουν ημερομηνία λήξης. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα έχει η χώρα…