Εχει υπάρξει πολλά ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης. Εχει περάσει από πολλούς ρόλους πριν αποφασίσει να πρωταγωνιστήσει καταγγέλλοντας –και ξεκαταγγέλλοντας –στρατολόγηση δημοσιογράφων από το ΔΝΤ. Εχει υπάρξει κατά συρροήν εξωκοινοβουλευτικός υφυπουργός μετά το ’81. Υπουργός Οικονομίας τη διακεκαυμένη περίοδο 1987-89. Δοτός ευρωβουλευτής. Εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ. Στέλεχος ιδιωτικής τράπεζας. Τώρα, διορισμένος μάνατζερ στο αεροδρόμιο, απασχολείται στον ελεύθερό του χρόνο άλλοτε ως συνοδός του Βαρουφάκη στην Ουάσιγκτον και άλλοτε ως εντεταλμένος να προσπέσει για βοήθεια στην κυοφορούμενη τράπεζα των BRICS.

Συμβαίνει ορισμένες φορές να σε καθορίζουν όχι όσα έγινες, αλλά το ένα που δεν κατάφερες να γίνεις. Αν ήθελε κάποιος να εντοπίσει τέτοια ανάποδη τύχη στην περίπτωση του Ρουμελιώτη θα θυμόταν τον Νοέμβριο του 2011. Τότε που είχε πάρει το αεροπλάνο για να έρθει εσπευσμένα στην Αθήνα προκειμένου να αναλάβει την πρωθυπουργία από τον Γιώργο Παπανδρέου.

Κάποιοι επιμένουν να βλέπουν τη σκιά εκείνης της εμπειρίας στη μετέπειτα τροχιά του καθηγητή. Κουβαλώντας τη ματαίωση του «παρ’ ολίγον», ο Ρουμελιώτης τροφοδοτεί συστηματικά τη φιλολογία που καταδικάζει τις αποφάσεις που πήρε το 2010 ο παρ’ ολίγον ευεργέτης του. Για τον σκοπό αυτό έγραψε μέχρι και βιβλίο το οποίο πωλείται ως «Αγνωστο παρασκήνιο».

Τι νόημα έχει να θυμάται κανείς σήμερα την πολιτεία του Ρουμελιώτη; Δεν έχει, παρά μόνο ως ιστορικό φόντο στον νέο του ρόλο στη δημόσια ζωή. Παρά μόνο για να εξηγήσει ότι ο καθηγητής δεν είναι χρήσιμος στη νέα εξουσία μόνο ως διοριστέο στέλεχος με μακρά πείρα. Είναι κυρίως χρήσιμος ως μάρτυρας κατηγορίας στις οιονεί δίκες που στήνει η κυβέρνηση εις βάρος των πολιτικών της αντιπάλων –σε αυτή την επιχείρησή της να εδραιωθεί ως αντισυστημικό σύστημα. Είναι χρησιμότατος καθ’ ότι τροφοδοτεί το κατηγορητήριο με την ιδιότητα του insider –του πρώην καθεστωτικού που, αναβαπτισμένος στο νέο καθεστώς, εμφανίζεται να αποκαλύπτει τα πράγματα από μέσα.

Μπορεί, όπως στην περίπτωση των δημοσιογράφων, να παραδέχεται εκ των υστέρων ότι δεν ήξερε ή ότι δεν θυμάται. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που τον προδίδει η μνήμη του. Ακόμη και στην καταγγελλόμενη αδράνεια της τότε κυβέρνησης στις υποτιθέμενες εκκλήσεις του Στρος-Καν περί αναδιάρθρωσης του χρέους, ο πρώην εκπρόσωπος στο ΔΝΤ πότε λέει ότι παρενέβη πριν, και πότε μετά το πρώτο Μνημόνιο.

Δεν πειράζει όμως. Ποιος δίνει σημασία; Ποιος θα θυμάται ότι αυτό που αρχικά παρουσιάστηκε ως μηχανισμός προσηλυτισμού δημοσιογράφων, στο τέλος αποδείχθηκε «ένας – δυο δημοσιογράφοι που είχα δει τυχαία, τους οποίους καν δεν θυμάμαι»; Το αφήγημα έχει στρωθεί. Εχει διαδοθεί στους υπονόμους του Διαδικτύου. Εχει οπλίσει τον μηνυτήριο πολιτικό λόγο. Εχει δηλητηριάσει τη συλλογική συνείδηση. Ολα τα άλλα –οι παλινωδίες και οι αυτοδιαψεύσεις –είναι λεπτομέρειες. Καρυκεύματα. Και ο κανιβαλισμός δεν έχει ανάγκη από καρυκεύματα.