Τους μήνες που εκτυλίσσεται η διαπραγμάτευση με τους δανειστές, η κυβέρνηση είχε ένα ισχυρό όπλο –το πρωτογενές πλεόνασμα, που είχε κληρονομήσει από την προηγούμενη κυβέρνηση.

Ο Αλέξης Τσίπρας –δικαίως –έχει θέσει ως έναν από τους πρωταρχικούς στόχους της διαπραγμάτευσης τη συμφωνία επί χαμηλότερων πλεονασμάτων από εκείνα για τα οποία είχε δεσμευτεί η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου.

Οπως είναι γνωστό, για καθεμία μονάδα χαμηλότερο πλεόνασμα απελευθερώνονται 1,8 δισ. ευρώ –τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αναθέρμανση της οικονομίας. Αντιστοίχως, απαιτούνται 1,8 δισ. λιγότερα μέτρα –κάτι που προφανώς ανακουφίζει την ελληνική κοινωνία.

Ωστόσο οι εξελίξεις δεν δικαιώνουν την κυβερνητική στόχευση: η αβεβαιότητα που στοιχειώνει πια την αγορά είναι η κύρια αιτία της επιστροφής στα ελλείμματα από αυτόν τον μήνα.

Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι θα απαιτηθούν μέτρα για να υπάρξει τελικά πρωτογενές πλεόνασμα στο σύνολο της χρονιάς. Σημαίνει επίσης ότι αν δεν υπάρξει συμφωνία, η κυβέρνηση χάνει τη δυνατότητα εξυπηρέτησης ακόμα και των εσωτερικών της υποχρεώσεων –δηλαδή την πληρωμή μισθών και συντάξεων.

Τα πάντα θα κριθούν στην έκτακτη Σύνοδο Κορυφής της Δευτέρας. Ο ορυμαγδός δηλώσεων των τελευταίων ημερών περί «επονείδιστου χρέους», περί «ρήξης» και επιστροφής σε εθνικό νόμισμα από στελέχη του κυβερνώντος κόμματος δεν επιτρέπει μεγάλη αισιοδοξία. Προφανώς είναι η ώρα του Πρωθυπουργού: να αγνοήσει τις φωνές που σπέρνουν την καταστροφή.