Μία διπλή σύγχυση κυριαρχεί τους τελευταίους μήνες στη σχέση Ελλάδας – δανειστών, συσκοτίζοντας τα πραγματικά προβλήματα, που είναι δύο: η αποπληρωμή του δημόσιου χρέους και η επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη.

Η πλευρά των δανειστών, πέρα από τα διπλωματικά χαμόγελα, τις αγκαλιές και τις χειραψίες, αντιμετωπίζει την Ελλάδα σαν χώρα χωρίς μνημονιακό παρελθόν. Συμπεριφέρονται σαν να μην έχουν περάσει πέντε χρόνια πολιτικών βαριάς λιτότητας, που έχουν στερήσει από τη χώρα το 25% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.

Επιμένουν να επιβάλουν μια λεόντειο συμφωνία που θα οδηγήσει σε νέο γύρο σούπερ λιτότητας –χωρίς να αναγνωρίζουν ότι τα προηγούμενα χρόνια υιοθετήθηκαν απολύτως λανθασμένες πολιτικές, που απλώς συντηρούσαν ή και γιγάντωναν την κρίση.

Η διάθεση που διαχέεται –ή συνεχίζουμε τα ίδια λάθη ή οδηγούμε την Ελλάδα σε χρεοκοπία –είναι απλώς τιμωρητική, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα των φορολογουμένων που έχουν δανείσει τη χώρα μας μέσω των προγραμμάτων «διάσωσης».

Την ίδια στιγμή, εικόνα σύγχυσης εμφανίζει και η πλευρά της κυβέρνησης: επιχειρώντας εδώ και μήνες μια παιγνιώδη διαπραγμάτευση, με τις συζητήσεις να γίνονται σε λόμπι ξενοδοχείων ώστε να ξορκιστεί η ύπαρξη της τρόικας, φτάσαμε στο σημείο όπου είχαν φτάσει και οι προηγούμενες κυβερνήσεις: στο παρά ένα της χρεοκοπίας. Και, φυσικά, όπως τελειώνει ο χρόνος, τελειώνουν και οι επιλογές.

Το χειρότερο είναι ότι με την πείρα πέντε χρόνων Μνημονίου, η κυβέρνηση επέλεξε την πεπατημένη των προηγουμένων κυβερνήσεων: όλες οι ιδέες που έχουν παρουσιαστεί αφορούν την επιβολή νέων φόρων –προκειμένου να αποφευχθεί το πολιτικό κόστος που συνεπάγεται κάθε προσπάθεια μείωσης των μεγεθών του δημόσιου τομέα. Είναι μια συνταγή που ακολούθησαν όλοι οι προηγούμενοι –με τα γνωστά αποτελέσματα.