Υπάρχουν πραγματικά διλήμματα –υπάρχουν και ψευδοδιλήμματα. Διαλέγετε και παίρνετε. Συμφωνία ή ρήξη; Ή μήπως: συμφωνία ή εξουσία; Δεν έχετε λόγο να εστιάσετε τη ματιά σας στον άξονα Μαξίμου – Νίκης όπου βρίσκεται το υπουργείο Οικονομίας και η έδρα Βαρουφάκη. Σκεφτείτε μόνο τη Ζωή. Η Κωνσταντοπούλου αστράφτει και βροντά κάθε φορά που γίνεται λόγος για μνημονιακού τύπου μέτρα. Αν όμως δεν είναι Πρόεδρος της Βουλής, πώς θα μπορεί να ηγείται όλων αυτών των Επιτροπών που έχει συγκροτήσει; Και πώς θα γεμίσει όλες αυτές τις άδειες ώρες;

Οι κυνικοί λένε ότι η εξουσία φθείρει –και επί Μνημονίου φθείρει πολύ γρηγορότερα. Αλλά η έλλειψη εξουσίας φθείρει περισσότερο. Δεν έχει κανείς παρά να παρατηρήσει το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ μετά τις 25 Ιανουαρίου για να δει πόσο θλιβερά ακριβής είναι αυτή η παρατήρηση. Αν αντιστραφεί, η ανάγνωση αυτή λέει ότι η συμφωνία μπορεί να περάσει ευκολότερα από τη Βουλή απ’ ό,τι φαντάζεται κανείς. Και μάλιστα χωρίς τη βοήθεια του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ που, στην τελευταία περίπτωση, δεν είναι και δεδομένη. Γιατί να αφήσουν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ να «μαγαριστεί» η ψηφοφορία από την αντιπολίτευση;

Είναι η εκδοχή που δικαιώνει τους γνώστες του ΣΥΡΙΖΑ που επέμεναν εξαρχής ότι –με κάποια φωνήεντα, αστερίσκους και ατομικούς ή ομαδικούς εκβιασμούς –η συμπολίτευση θα ψηφίσει τη συμφωνία. Και μάλιστα χωρίς δημοψήφισμα ή εκλογές. Εν πολλοίς, μασάει ο ΣΥΡΙΖΑ ταραμά; Ε, μασάει και φτύνει και τα κουκούτσια.

Πράγματι, η εξουσία είναι αναλγητικό και ηρεμιστικό μαζί για αυτούς που την έχουν. Αλίμονο, βέβαια, σε αυτούς που την υφίστανται. Αλλά δημοσκοπήσεις οι τσιπραίοι διάβαζαν πολύ προσεκτικά ήδη από το 2008. Και δεν χρειάζεται να είσαι μάντης για να καταλάβεις, βλέποντας νούμερα τώρα, ότι η ευρύτερη κοινωνία επιζητεί την ανακούφιση της λύσης. Αλλο πώς θα συμπεριφερθεί μετά. Επ’ αυτού υπάρχουν δύο εκδοχές: η καλή για τον ΣΥΡΙΖΑ και η κακή. Αμφότερες αναπέμπουν σε κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ.

Η καλή εκδοχή αναδράμει στην υπόθεση Οτζαλάν του 1999. Τότε η Ελλάδα βοούσε για την απαγωγή στην Κένυα, αλλά, όπως εξήγησε κατ’ ιδίαν στον τότε πρωθυπουργό ένας ανοιχτομάτης υπουργός του, «οι πολίτες θέλουν αυτοί να φωνάζουν κι εσύ να κάνεις το σωστό που είναι ό,τι διασφαλίζει τα συμφέροντά τους». Δηλαδή ελληνοτουρκική προσέγγιση. Που έγινε σε ένα εξάμηνο και δεν άνοιξε μύτη έκτοτε. Η κακή εκδοχή οδηγεί στην κυβέρνηση του 2009. Τότε οι άστοχες διατυπώσεις της προεκλογικής περιόδου –«υπάρχουν λεφτά» –έγιναν μπούμερανγκ εννέα μήνες αργότερα στο Καστελλόριζο.

Εχει ακουστεί ότι ο Τσίπρας δεν θέλει να γίνει Παπανδρέου. Το ερώτημα είναι ποια από τις δύο εκδοχές θα ισχύσει. Η αλήθεια είναι ότι οι προεκλογικές υποσχέσεις βρικολακιάζουν. Οπως είναι εξίσου αλήθεια ότι ο Κώστας Σημίτης, ήδη από το 1996, δεν είχε εκλεγεί ως εθνικιστής τουρκοφάγος. Τα συμπεράσματα είναι προφανή και το ρίσκο εύλογο. Από εκεί και πέρα, σημασία έχει το είδος της συμφωνίας. Η Αθήνα προτιμά λίγους όρους και πολλά λεφτά. Οι ξένοι επιμένουν σε ένα κλασικό μνημονιακό μείγμα, με τις διαρροές εκ Βρυξελών να υποδεικνύουν ευγενώς ότι είναι η ελληνική κυβέρνηση που θα πρέπει να υποχωρήσει. Εκεί αρχίζουν άλλα προβλήματα. Και να βρει συμφωνία η κυβέρνηση, πώς θα την εφαρμόσει; Η σύντομη απάντηση είναι ότι θα την εφαρμόσει ελλιπώς όπως και όλες οι κυβερνήσεις από το 2010 και μετά. Και ότι θα ζοριστεί πολύ να ψηφίσει νέο Μνημόνιο, πόσω μάλλον προϋπολογισμό για το 2016 εκεί κατά τον Δεκέμβριο –αλλά όποιος βιάζεται, σκοντάφει κι ακόμη δεν βγάλαμε ούτε το καλοκαίρι.