Ο Αλέξης Τσίπρας πιστώνεται μια εσωκομματική ντρίμπλα. Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο κάλεσε 200 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής σε ομαδική ψυχοθεραπεία επί μιας συμφωνίας, το περιεχόμενο της οποίας δεν γνώριζε κανένας. Ο ίδιος δεν χρειάστηκε να απολογηθεί για καμία μετακίνηση στις κόκκινες γραμμές, ενώ οι βουλευτές και τα στελέχη του κόμματος εκτόνωσαν την πολιτική τους αμηχανία με περιγραφή των διλημμάτων που θα κληθούν σύντομα να διαχειριστούν. Ακόμη και τα μέλη της Αριστερής Πλατφόρμας φάνηκε να αρκούνται στην καταγραφή της πολιτικής τους επιρροής. Μέχρι εκεί.

Ο Τσίπρας απέφυγε τις ζυμώσεις και πέρασε πολλές ώρες σε συσκέψεις στο δωμάτιο του ξενοδοχείου –περισσότερο ομιλητικός φάνηκε σε δυο ασιάτισσες τουρίστριες που μπέρδεψαν το λόμπι με τον χώρο όπου διεξαγόταν η συνεδρίαση. Τα κορυφαία στελέχη της αριστερής πτέρυγας έφυγαν μαζί για να ετοιμάσουν το κείμενο της τροπολογίας. Και ο Νίκος Παππάς πήρε τον Γιάνη Βαρουφάκη για κουβέντα σε γειτονικό καφέ.

Οσοι παρακολούθησαν τη συνεδρίαση από κοντά βίωσαν μια διαδικασία παράλληλων μονολόγων. Κλεισμένοι σε μια αίθουσα ξενοδοχείου, τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής έδειχναν διστακτικά στο να γεφυρώσουν την πραγματικότητα με τις προεκλογικές υποσχέσεις του προγράμματος της Θεσσαλονίκης. Πιο ρεαλιστής, ο Δημήτρης Παπαδημούλης ψέλλισε κάτι σαν «ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε αυτά τα ποσοστά στις εκλογές γιατί υποσχέθηκε λύση εντός ευρώ, όχι ρήξη, χρεοκοπία και δραχμή». Και πιο ανήσυχος, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος αναρωτήθηκε για το εάν το κόμμα θα μπορέσει να πετύχει μια συμφωνία οικονομικά βιώσιμη και πολιτικά διαχειρίσιμη.

Δύο ημέρες μετά, ο Γιούνκερ χαρακτήρισε τον ΣΥΡΙΖΑ ένα «μη κανονικό κόμμα», ένα μείγμα πολλών τάσεων. Το είπε σε αντιδιαστολή με τον ηγέτη του που, όπως δήλωσε, εμπιστεύεται. Είναι η βασική αντίφαση που διακρίνουν οι Βρυξέλλες στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό: ο Πρωθυπουργός εμφανίζεται κυρίαρχος στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο, επικεφαλής ενός πολιτικού οργανισμού, κύτταρα του οποίου δεν μοιάζουν ικανά να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις ενός δύσκολου συμβιβασμού.

Οσο βαδίζουμε στην τελική ευθεία, όμως, και μετράμε μέρες για τη συμφωνία, το ενδιαφέρον και η πίεση μεταφέρονται στην Κουμουνδούρου. Ολο το προηγούμενο διάστημα οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ δραματοποιούσαν το δίλημμα. Τώρα θα κληθούν να ψηφίσουν. Προκύπτουν ταυτόχρονα τρία ερωτήματα: Πρώτον, τι θα κάνουν οι οπαδοί της ρήξης και της δραχμής όταν έρθει η συμφωνία στη Βουλή; Θα ρισκάρουν μια πολιτική αυτονόμηση με αβέβαια αποτελέσματα; Δεύτερον, πόσο πρόθυμοι θα είναι οι βουλευτές του κόμματος να υπηρετήσουν μια επίπονη συμφωνία και πόσο πιθανό θα είναι να υπονομεύσουν την εφαρμογή της, προσπαθώντας να διαφυλάξουν την πολιτική τους παρουσία; Και τρίτον, θα αποτελέσει αυτή η συμφωνία τη θρυαλλίδα που θα πυροδοτήσει ευρύτερες ανακατατάξεις στο πολιτικό σκηνικό;

Τα στελέχη στην Κεντρική Επιτροπή ζητούσαν η συμφωνία να ακουμπά στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Μοιάζει να μη συνειδητοποιούν ότι στο τέλος θα κριθούν από την οικονομική και κοινωνική σταθεροποίηση της χώρας και όχι από την εφαρμογή ενός προγράμματος που και οι ίδιοι θα ήθελαν ίσως να ξεχάσουν.