Οταν στον μεγάλο εκλογικό σεισμό του 2012 τα δύο κόμματα διακυβέρνησης βρέθηκαν να συγκεντρώνουν το 32% των ψήφων, έχοντας χάσει μέσα σε δύο χρόνια το 60% σχεδόν της εκλογικής τους επιρροής, πολλοί φιλίστορες αναλυτές αναρωτήθηκαν αν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο μιας τέτοιας παταγώδους κατάρρευσης. Και βρήκαν μόνο μία περίπτωση που, παρά τις προφανείς και μεγάλες διαφορές ιστορικού περιβάλλοντος, παρουσίαζε κάποιες αναλογίες: τις πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές του 1951.

Στις εκλογές εκείνες τα δύο μεγάλα κόμματα του προπολεμικού διχασμού, το Λαϊκό Κόμμα και το Κόμμα Φιλελευθέρων, συγκέντρωσαν και τα δύο μαζί ένα ισχνό 36%. Περίπου το μισό της δύναμης που είχαν καταγράψει στις τελευταίες εκλογές πριν από τη δικτατορία Μεταξά. Δεν ήταν μια πρόσκαιρη κάμψη. Ηταν η αρχή μιας ιστορικής παρακμής που οδήγησε στην εξαφάνισή τους από την πολιτική σκηνή. Και που οι αιτίες της δεν ήταν δύσκολο να διαπιστωθούν.

Στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, οι προπολεμικές διαχωριστικές γραμμές βενιζελικών – βασιλικών έχασαν εντελώς το νόημά τους. Και το επιβεβαίωσαν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές τους, καθώς οι δύο θανάσιμοι αντίπαλοι των χρόνων του Διχασμού βρέθηκαν να συνεργάζονται, υπό τον ίδιο βασιλιά, στην κυβέρνηση που διεξήγαγε και κέρδισε τον Εμφύλιο.

Τηρουμένων των αναλογιών και με μεγάλη δόση ιστορικής αυθαιρεσίας, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι και η συντριβή του πελατειακού, μεταπολιτευτικού κοινωνικού συμβολαίου στα χρόνια του Μνημονίου είχε ένα παρόμοιο πολιτικό αποτέλεσμα: Αναίρεσε τις θεμελιώδεις διαχωριστικές γραμμές της Μεταπολίτευσης. Οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές τους επιβεβαίωσαν την αναίρεσή τους, συμμετέχοντας από κοινού πρώτα στην κυβέρνηση Παπαδήμου κι έπειτα στην κυβέρνηση Σαμαρά. Και αυτό εξηγεί, σε μεγάλο βαθμό, τον διαρκή μαρασμό του παλιού δικομματισμού, που μένει να αποδειχθεί αν, κι αυτή τη φορά, θα είναι εξίσου αμετάκλητος. Αλλά ποια μπορεί να είναι τότε η επόμενη μέρα; Με ποιο σχήμα, γύρω από ποιον άξονα θα ανασυγκροτηθεί η πολιτική σκηνή;

Αν επιστρέψουμε στο παρακινδυνευμένο παίγνιο των ιστορικών αναλογιών, αυτό που συνέβη τη δεκαετία του ’50, ήταν πως μια νέα διαχωριστική γραμμή –η «εθνικοφροσύνη» –αντικατέστησε (διά πυρός και σιδήρου) την παλιά. Το παλιό βενιζελικό στρατόπεδο βρέθηκε σε πολιτικό μαρασμό, υποταγμένο στην κυριαρχία του δεξιού πόλου της «εθνικόφρονος παράταξης». Και μόνο μετά το τραύμα των εκλογών του 1961 και των φορτισμένων χρόνων που ακολούθησαν, το Κέντρο αυτονομήθηκε, η παλιά διαχωριστική γραμμή αναβαπτίσθηκε στο ιστορικό δράμα, πήρε χαρακτηριστικά διαίρεσης κατά τον άξονα αριστερά – δεξιά και, ανανεωμένη, κυριάρχησε για δεκαετίες.

Κατά μακρινή αναλογία, θα μπορούσε κανείς να αναλογιστεί: Τι θα συνέβαινε αν μια νέα διαχωριστική γραμμή –η «ευρωπαϊκή» –αναλάμβανε να παίξει τον ρόλο της παλιάς «εθνικοφροσύνης» και να γίνει το σημείο συγκέντρωσης ενός κοινού μετώπου των αντι-ΣΥΡΙΖΑ δυνάμεων, όπως κάποιοι τώρα προτείνουν;

Το αποτέλεσμα, νομίζω, θα ήταν ένας διπολισμός που είτε θα αποδεικνυόταν γρήγορα τεχνητός και πρόσκαιρος είτε θα αποκτούσε ισχύ και διάρκεια, εφόσον αντιστοιχιζόταν με τον άξονα Δεξιά – Αριστερά. Στην δεύτερη αυτή περίπτωση, στον έναν του πόλο οι δυνάμεις του προοδευτικού Κέντρου θα ενσωματώνονταν μαραμένες σε μια συντηρητική ηγεμονία, ενώ ο άλλος πόλος, ο αριστερός, θα εξωθούνταν προς τον αντιευρωπαϊκό ανορθολογισμό. Η δυσανεξία και η μισαλόδοξη πόλωση, μέσα στην οποία ζούμε πέντε χρόνια τώρα, θα γινόταν η επισήμως επικρατούσα θρησκεία στον δημόσιο βίο.

Δεν ξέρω, λοιπόν, αν αυτού του είδους η πολιτική μηχανική έχει στοιχεία ρεαλισμού και αν τα προτεινόμενα «μετωπικά» σχήματα είναι εφικτά. Αλλά σίγουρα δεν είναι η επιθυμητή διέξοδος από τη σημερινή κρίση. Αν, στο τέλος, η πολιτική ζωή συγκροτείται πάντα γύρω από κάποια μεταστοιχείωση του κλασικού άξονα δεξιά – αριστερά, το ζητούμενο προφανώς είναι ο ευώνυμος πόλος του άξονα να έχει τα χαρακτηριστικά μιας Αριστεράς που παραμένει τέκνο του Διαφωτισμού και των δικαιωμάτων, θύει στον ορθό λόγο και επιδιώκει την κοινωνική δικαιοσύνη στο μόνο εφικτό πεδίο διεκδίκησής της –το ευρωπαϊκό. Αλλά αυτή η γραμμή δεν περνά έξω από τα όρια του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ. Τέμνει το εσωτερικό του.