Δεν ήταν δίκη. Αυτό που εκτυλίχθηκε την Τετάρτη στη σκηνή του Εφετείου Κακουργημάτων είχε μόνο το ένδυμα της ακροαματικής διαδικασίας. Ηταν ένα πολιτικό δράμα που γραφόταν χρόνια τώρα, αλλά δεν είχε συναντήσει τους πρωταγωνιστές του.

Στον Κώστα Σημίτη δεν ταίριαζε ποτέ το δράμα. Και, ωστόσο, ανταποκρίθηκε σκηνικά καταθέτοντας όρθιος πάνω από τέσσερις ώρες. Η ένταση ήταν ανάλογη της πρόκλησης: να αντιμετωπίσει κατάματα την υπόθεση που επικάθησε ως ιστορικό στίγμα στην πρωθυπουργική του θητεία, στο κόμμα του, αλλά και συλλήβδην στη Μεταπολίτευση.

Δεν ήταν μια εύκολη αναμέτρηση. Οχι επειδή ο πρώην πρωθυπουργός αναγκάστηκε να αρθρώσει εκείνο το «λυπάμαι που αυτά έγιναν επί των ημερών μου» –αυτοκριτική που κάποιοι έσπευσαν να ζυγίσουν ως ανεπαρκή. Αλλά γιατί, πέραν του ποινικού πλαισίου, ο Σημίτης φώτισε το πολιτικό περιβάλλον που επέτρεψε στο έγκλημα να συμβεί.

Χρειάστηκε, ας πούμε, να θυμίσει γιατί ο Τσοχατζόπουλος ήταν μόνιμο μέλος στις κυβερνήσεις του. Χρειάστηκε να θυμίσει ότι ο κατηγορούμενος ήταν νούμερο δύο επί είκοσι χρόνια στο ΠΑΣΟΚ, γραμματέας του κόμματος, πρώτος τη τάξει υπουργός, αναντικατάστατος. Θύμισε έτσι έμμεσα ότι ο ίδιος προκειμένου να κυβερνήσει αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει, όχι μόνο με τον εσωκομματικό του αντίπαλο και τους λοιπούς πρωτοσπαθάριους. Συνθηκολόγησε και με την κυρίαρχη στο κόμμα πολιτική υποκουλτούρα, που του ήταν ξένη και τον αναγνώριζε περίπου ως ξένο, καθώς ήταν γαλουχημένη με άλλα αρχηγικά πρότυπα. Και κυρίως με άλλες –για να το πούμε κομψά –προγραμματικές προτεραιότητες.

Ο πρώην πρωθυπουργός δεν ανήκει στη σχολή των απομάχων που λουστράρει την κορνίζα της υστεροφημίας του με τη σιωπή του. Κάθε άλλο. Παρενέβη στις πιο εύφλεκτες στιγμές της κρίσης. Ακόμη όμως κι αν ήθελε να φροντίσει ήσυχα το αρχείο του, δεν έχει την πολυτέλεια. Αντί να προστατεύεται από την απόσταση του χρόνου εκτίθεται περισσότερο σε νέες απόπειρες επανανάγνωσης της διακυβέρνησής του.

Δεν είναι μόνο τα σκάνδαλα. Ακόμη και τα κεφάλαια εκείνα που είχαν διακομματική αναγνώριση, σήμερα ρίχνονται στην κρεατομηχανή της τρέχουσας πολιτικής αντιπαράθεσης. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι μόλις χθες ο υπουργός Οικονομικών αποφάνθηκε ότι θα ήταν καλύτερα να μην είχαμε μπει στο ευρώ.

Θα αρκούσε μόνο αυτή η δήλωση για να φωτίσει το χάσμα που χωρίζει την Ελλάδα του Μνημονίου από την εποχή Σημίτη –την εποχή του τελευταίου πρωθυπουργού που, αν μη τι άλλο, κατάφερε να ολοκληρώσει δύο σταθερές τετραετίες.

Σήμερα όλα είναι άλλα. Αν κάποιος είχε αποκοιμηθεί τον Ιούνιο του 1996 και ξυπνούσε σήμερα, αν έβλεπε, ας πούμε, δέκα λεπτά από οποιαδήποτε πολιτική εκπομπή, μισή ώρα από μια τυχαία συνεδρίαση της Βουλής, τι θα έλεγε; Θα έλεγε μάλλον ότι εκείνο το συνέδριο, δεκαεννιά χρόνια πριν, δεν το κέρδισε ο Σημίτης.