Αλίμονο στον ανωνυμογράφο. Και ιδίως σε αυτόν που δεν του επιτρέπεται να πιστωθεί την ανανέωση του γραμματολογικού είδους που λέγεται «non paper» της κυβέρνησης.

Τα άτυπα ανακοινωθέντα με τα οποία το Μαξίμου «κάνει επικοινωνία» δεν είναι, βέβαια, ακριβώς ανώνυμα. Σκιώδης συντάκτης τους θεωρείται ο διευθυντής του γραφείου Τύπου του Πρωθυπουργού Θόδωρος Μιχόπουλος. Ούτε και ως είδος είναι πρωτότυπα. Η νέα κυβέρνηση όμως τα έχει φετιχοποιήσει, αναβαθμίζοντάς τα σε κεντρικό εργαλείο της πολιτικής της. Αυτό δεν σημαίνει ότι διαβάζοντάς τα μπορεί κανείς να είναι σίγουρος για την πολιτική της κυβέρνησης. Κάθε άλλο. Συνήθως φαίνεται να έχουν συνταχθεί ως αντιπερισπασμοί που προορίζονται να μακιγιάρουν τις κυβερνητικές προθέσεις.

Χθες, ας πούμε, το περιλάλητο non paper διαβαζόταν ως ανάθεμα κατά των δανειστών που οδηγούν τη διαπραγμάτευση σε ναυάγιο επειδή δεν μπορούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους. Το Μαξίμου εμφανιζόταν έτσι να προβλέπει αδιέξοδο, την ίδια ακριβώς ώρα που ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κόμιζε στον Ντράγκι το μήνυμα ότι η Αθήνα κινείται πλέον στις ράγες ενός συμβιβασμού.

Εξω Δραγασάκηδες και μέσα Λαφαζάνηδες. Η αντίφαση δεν θεραπεύεται γιατί είναι σκόπιμη. Το πρωθυπουργικό επιτελείο δείχνει να επιμένει σε μια τακτική διγλωσσίας. Παράλληλα με τη σιωπηρή γλώσσα της συνεννόησης με τους εταίρους στα τεχνικά κλιμάκια και στο πρωθυπουργικό τηλέφωνο, διατηρεί στο εσωτερικό ενεργό το νταούλι της προεκλογικής περιόδου. Αυτό το ρεπερτόριο εκτελεί με επαγγελματισμό ο Μιχόπουλος.

Παλαίμαχος δημοσιογράφος, με πολλές εργατοώρες στον –κομματικό και μη –Τύπο και στην τηλεόραση, ο Μιχόπουλος ξέρει τον κώδικα για τη σπορά της γραμμής. Ξέρει, βεβαίως, και το χωράφι –τους δημοσιογράφους, με πολλούς εκ των οποίων διατηρεί σχέση συναδελφικής οικειότητας. Η επιτυχία της κωδικοποίησης φαίνεται στην πιστότητα με την οποία αναπαράγονται οι κατασκευές των non paper από τα συριζαίικα και όχι μόνο χείλη στα τηλεπαράθυρα και τα ερτζιανά της επόμενης ημέρας.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς επαγγελματίας της επικοινωνίας για να ψυχανεμιστεί τις πιθανές παρενέργειες αυτής της μεθόδου. Τα όριά της είναι τα όρια της αθηναϊκής πολιτικοδημοσιογραφικής πιάτσας. Ως μοναδική (ημι)επίσημη ενημέρωση για τη διαπραγμάτευση, μπορούν να φτιάξουν το πολιτικό μικροκλίμα και να δώσουν μια έτοιμη φόρμα για εκτόνωση στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ –έστω και αν το κόστος είναι ο αντίλαλός τους στο ευρωπαϊκό ακροατήριο.

Το ερώτημα είναι αν αυτό βοηθάει τη στρατηγική ενός συμβιβασμού. Ή αν επιδεινώνει τις αγκυλώσεις ενός κόμματος που ούτως ή άλλως δείχνει να πάσχει από καθήλωση στο προεκλογικό στάδιο.