Ηταν κάπως σαν φάρσα. Σαν να ήθελε κάποιος να κάνει μια μεταμοντέρνα πλάκα με θύμα τον Σάκη Ρουβά. Να τον κουστουμάρει και να τον στήσει ακίνητο μπροστά σε ένα αναλόγιο. Και να τον ακούσει να χαράζει τις φλέβες του για να κοκκινίσουν τα όνειρα, να οξειδώνεται μες στη νοτιά των ανθρώπων –κι άλλα τέτοια φοβερά και αλλόκοτα πράγματα.

Ο ίδιος δεν φαινόταν να το διασκεδάζει. Το διασκέδασαν όμως οι καμιά δεκαπενταριά χιλιάδες που μαζεύτηκαν και τον σημάδευαν με υψωμένα τα smartphones μέσα στη νύχτα, καραδοκώντας ίσως για ένα σκάνδαλο που πάντως αρνήθηκε να συμβεί.

Το ρίσκο είχε προλάβει να το αναλάβει ολόκληρο ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης, ορίζοντας ότι από την απαγόρευση προτιμά μια κακή εκτέλεση. Το έργο, εξήγησε, άπαξ και δημιουργηθεί, ξεφεύγει από τον δημιουργό. Η αλήθεια είναι ότι λίγα έργα επιβεβαιώνουν τόσο πανηγυρικά τον κανόνα όσο το προκείμενο. Λίγα έχουν αποξενωθεί τόσο από τον εαυτό τους.

Ας πούμε ότι ο Ρουβάς απειλούσε το «Αξιον Εστί». Ομως ποιο απ’ όλα τα «Αξιον Εστι» που σταδιοδρόμησαν στη Μεταπολίτευση; Τον θούριο των επαναστατικών φαντασιώσεων; Το εμβατήριο των κομματικών φεστιβάλ; Το φρονηματικό άσμα των σχολικών εορτών; Το έντεχνο σουξέ των θερινών συναυλιών;

Πολύ πριν απειληθεί από τον Ρουβά, το «Αξιον Εστί» είχε αντέξει σε τόσες πολιτικές καταχρήσεις, σε τόσες απόπειρες δογματικής και εισπρακτικής εργαλειοποίησης, που μια ποπ εκτέλεση δεν θα μπορούσε να το βλάψει.

Υπάρχει βέβαια και η πολιτικώς ορθή στάση. Η στάση που απαξιώνει το όλο ζήτημα ως αμελητέο –ως πολύ ελαφρό για να έχει κανείς την πολυτέλεια να ασχοληθεί μαζί του σε τόσο δύσκολους καιρούς. Μια κοινωνία σε οικονομική κρίση δεν μπορεί παρά να είναι μια μονοθεματική κοινωνία.

Σε όσους ενδίδουν σε αυτή τη σοβαροφάνεια μπαίνει κανείς στον πειρασμό να θυμίσει πώς διηγείται ο ίδιος ο Ελύτης ότι πέρασε τα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής. Πώς ασχολιόταν μόνο με πράγματα πολυτελή, όπως η λογοτεχνία. Πώς, ενώ έξω θέριζε ο θάνατος, εκείνος διασκέδαζε στο διαμέρισμα του Εμπειρίκου με τις ιδιωτικές παραστάσεις που έδινε ο Τσαρούχης, μεταμφιεζόμενος πότε σε καλόγρια και πότε σε Τραβιάτα.

Οσοι βρέθηκαν το βράδυ του Σαββάτου στην Πλατεία της Νέας Σμύρνης δεν είναι μόνο όπως τους φαντάζονται κάποιοι από τους αυτόκλητους υπερασπιστές τους. Δεν είναι μόνο άνεργοι ή εργαζόμενοι. Μόνο αγανακτισμένος λαός ή κοιμισμένοι καταναλωτές. Δεν υπακούουν σε κανέναν μανιχαϊσμό δημοψηφισματικού τύπου.

Είναι σύνθετα υποκείμενα που τα ορίζουν οι γόνιμες αντιφάσεις μιας δυτικής μετανεωτερικής κοινωνίας. Και μπορούν να είναι και με τον Μίκη και με τον Σάκη. Και με το iphone και με το «χελιδόνι». Και με την ποίηση και με τη μεταποίηση.