Εκαναν λάθος. Λάθος γιατί θεώρησαν ότι όλα στη διαπραγμάτευση είναι πολιτικά και ότι τάχα «οι τεχνικές διαστάσεις είναι δευτερεύουσες». Τεχνοκρατικά, είπε, η νέα κυβέρνηση «δεν ήταν τόσο συγκροτημένη». Δεν το είπε ο Ντεϊσελμπλούμ. Το είπε ο Γιάννης Δραγασάκης.

Η αυτοκριτική του αντιπροέδρου απηχεί την εικόνα που περιέγραφαν οι Ευρωπαίοι μετά την 20ή Φεβρουαρίου. Υπακούοντας στην αγωνία της να σηματοδοτήσει τη ρήξη με το καθεστώς της τρόικας, η κυβέρνηση είχε σκοτώσει τη διαπραγμάτευση. Δεν έφταιγε ότι υπήρχε διάσταση ως προς το μείγμα και την αποτελεσματικότητα των μέτρων. Δεν υπήρχε καν πλαίσιο συζήτησης.

Δεν χρειαζόταν να έχει ακούσει κανείς τις διηγήσεις για το πώς οι υπηρεσιακοί παράγοντες των υπουργείων ξεκινούσαν με το ταξί χωρίς να ξέρουν σε ποιο δωμάτιο ποιου ξενοδοχείου θα κατέληγαν να συναντήσουν τους εκπροσώπους των δανειστών. Δεν χρειαζόταν για να καταλάβει ότι οι συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί δεν επέτρεπαν στις δύο πλευρές καν να συμφωνήσουν σε τι διαφωνούσαν.

Αυτή την αυταπάτη της εικονικής διαπραγμάτευσης φιλοδοξεί να διαλύσει το Μαξίμου με τον ανασχηματισμό του οικονομικού επιτελείου. Ο Δραγασάκης απέδωσε το τέλμα σε έλλειψη εμπειρίας –αποσιωπώντας από συντροφική ευγένεια το πλεόνασμα φαντασμαγορίας. Εκ των υστέρων όμως φαίνεται ότι, προτού σφίξει ο βρόχος της ρευστότητας, κανείς στην κυβέρνηση δεν ήθελε να λερωθεί εμπλεκόμενος σε μια διαδικασία που θα μύριζε «αξιολόγηση», με όποιον ευφημισμό και αν καμουφλαριζόταν.

Η ανάθεση των κρίσιμων ρόλων σε ανθρώπους που έχουν την εμπιστοσύνη της αντιπροεδρίας αποκαθιστά τους τύπους. Δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο και για τη στρατηγική. Εκεί, αν πιστέψει κανείς τον ίδιο τον Δραγασάκη, η κυβέρνηση είναι έτοιμη να συμβιβαστεί με τους εταίρους, αλλά δεν είναι βέβαιη ότι η ίδια θα συμφωνεί με αυτό που θα έχει συνομολογήσει.

Σε αυτό το παράδοξο καταλήγει αναγκαστικά ο συλλογισμός περί δημοψηφίσματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε εντολή για πράγματα που συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να υλοποιήσει. Ο κυοφορούμενος συμβιβασμός θα πιστοποιεί οριστικά αυτή την αδυναμία. Γι’ αυτό μπορεί να βάζει –σύμφωνα με τη διατύπωση Δραγασάκη –το κόμμα σε «ηθικά διλήμματα».

Το συμπέρασμα είναι το δημοψήφισμα δεν θα επιχειρηθεί, αν επιχειρηθεί, μόνο για να τιθασευθεί η εσωκομματική αντιπολίτευση –μόνο για να επιβεβαιωθεί ξανά και στην κάλπη ότι η αλλαγή νομίσματος και η αλλαγή ηπείρου που ζητάει ο Λαφαζάνης δεν έχουν λαϊκό έρεισμα.

Το δημοψήφισμα είναι για το Μαξίμου και όπλο προς εαυτόν. Το εκλογικό σώμα θα κληθεί να θεραπεύσει το έλλειμμα αξιοπιστίας που προκάλεσε η συνάντησή της κυβέρνησης με την πραγματικότητα. Και να τη λυτρώσει από τις δογματικές αναστολές της.