Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών των δανειστών εξελίσσονται με δυσκολίες, χρονοτριβή και διαφωνίες. Ενα πέπλο αβεβαιότητας έχει σκεπάσει την οικονομία και την κοινωνία. Τι μπορεί να μας επιφυλάσσει η ιστορία στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα; Δύο είναι οι μείζονες παραδοχές:

1. Οι θεσμοί της τρόικας δείχνουν εμμονή στην υλοποίηση του μοντέλου οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Η εμμονή είναι «αναμενόμενη», καθώς αυτό το μοντέλο οικονομικής πολιτικής εκφράζει τις κυρίαρχες οικονομικές ιδέες και ισχυρά οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα. Η πολιτική και η ιδεολογική ισχύς της ελληνικής κυβέρνησης είναι περιορισμένη για να προκαλέσει ρήγμα, πολύ περισσότερο για να αλλάξει την κουλτούρα και το κοινωνικοπολιτικό μπλοκ της λιτότητας στο χρονικό διάστημα της διαπραγμάτευσης.

2. Η κυβέρνηση δηλώνει ότι εμμένει στην εφαρμογή του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, που είναι ένα πλαίσιο αριστερών ιδεών και πολιτικών, δεν έχει όμως την απαραίτητη τεχνοκρατική ποιότητα προκειμένου να αποτελέσει συνολική εναλλακτική πρόταση στη δανειακή σύμβαση και στο Μνημόνιο. Η υλοποίησή του είναι απολύτως εξαρτημένη ως προς τις δημοσιονομικές, τις χρηματοδοτικές και τις αναπτυξιακές παραμέτρους από τη συμφωνία των δανειστών. Το γεγονός αυτό και η επικοινωνιακή, βερμπαλιστική και τεχνοκρατικά ανεπαρκής στρατηγική διαπραγμάτευσης του οικονομικού επιτελείου μηδένισαν τους περιορισμένους βαθμούς ελευθερίας της χώρας για την άσκηση μιας αριστερής εναλλακτικής πολιτικής αμέσως μετά τις εθνικές εκλογές του Ιανουαρίου.

Οι παραδοχές αυτές εξηγούν τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου και τις μέχρι σήμερα εξελίξεις. Αυτό ήταν αναμενόμενο για όσους υιοθετούν τις προαναφερθείσες παραδοχές, οι οποίοι επίσης εκτιμούν ότι η χώρα βρίσκεται μπροστά σε δύο κινδύνους: αφενός το ρίσκο της Αριστεράς, απόρριψης δηλαδή της Αριστεράς ως πολιτικού φορέα εναλλακτικής οικονομικής πολιτικής· αφετέρου το ρίσκο της Ελλάδας, τον κίνδυνο δηλαδή η χώρα να βιώσει δραματικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες από μια χρεοκοπία και έξοδό της από την ευρωζώνη.

Οι πολιτικές επιλογές είναι περιορισμένες. Μια συμφωνία «έντιμου συμβιβασμού» ελαχιστοποιεί τα δύο ρίσκα. Εκφράζει με πραγματισμό τα όρια των πολιτικών δυνατοτήτων για την εφαρμογή ενός νέου κύκλου στην άσκηση οικονομικής πολιτικής. Κάθε καθυστέρηση αυξάνει σημαντικά τα δύο ρίσκα, αλλά και την πιθανότητα η μεταξύ τους σχέση να γίνει αντίστροφη. Το ρίσκο της Αριστεράς μεγιστοποιείται αν γίνει μονόδρομος η προσαρμογή στο κυρίαρχο μοντέλο της λιτότητας. Το ρίσκο της Ελλάδας μεγιστοποιείται στην περίπτωση ρήξης με τους θεσμούς, δεδομένης της έλλειψης ενός τεχνικά προσδιορισμένου εναλλακτικού πλαισίου εφαρμόσιμης οικονομικής πολιτικής για την έξοδο της χώρας και από την κρίση χρέους και από την οικονομική κρίση.

Ο Γιώργος Αργείτης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ