Να είμαστε ειλικρινείς. Από τη στιγμή που η κυβέρνηση αδυνατεί να υλοποιήσει τη λαϊκή εντολή των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου, η νέα προσφυγή στις κάλπες καθίσταται μονόδρομος.

Ποια ήταν αυτή η εντολή;

Σύμφωνα με την κυρίαρχη ανάγνωση του ΣΥΡΙΖΑ, το 36,3% των ψηφοφόρων ζήτησε από τη νέα κυβέρνηση να καταργήσει το Μνημόνιο και τη λιτότητα χωρίς να βγάλει τη χώρα από το ευρώ –υποθέτω και χωρίς να τη χρεοκοπήσει.

Ο ΣΥΡΙΖΑ διαβεβαίωσε προεκλογικά ότι κάτι τέτοιο είναι απολύτως εφικτό. Κι ότι ο ίδιος προσφέρεται και το Μνημόνιο να καταργήσει, και την ανάπτυξη να φέρει, και την ανθρωπιστική κρίση να απαλύνει, και τις αδικίες να επανορθώσει, και να διασφαλίσει τη θέση της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό σύστημα.

Τρεις μήνες αργότερα είναι πλέον πασιφανές πως όλα αυτά δεν μπορούν να ισχύσουν μαζί και ταυτοχρόνως. Συνεπώς η κυβέρνηση οφείλει να επιλέξει.

Το πρόβλημα είναι ότι η κυβέρνηση μάλλον δεν θέλει ή δεν μπορεί να επιλέξει. Κι ως εκ τούτου συζητά διάφορες διαδικασίες (όπως, για παράδειγμα, το δημοψήφισμα) που θα επιτρέψουν να μεταθέσει την ευθύνη της επιλογής στους άλλους.

Μόνο που ούτε αυτό λύνει το πρόβλημα.

Διότι ακόμη κι αν προκύψει κάποια συμφωνία, ακόμη κι αν η συμφωνία αυτή εγκριθεί από τον ελληνικό λαό, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η κυβέρνηση διαθέτει επαρκή κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να την υλοποιήσει –υποθέτω ότι ο Πρωθυπουργός δεν θα θελήσει να κυβερνά στηριζόμενος στις ψήφους της αντιπολίτευσης.

Υπό αυτήν την έννοια, με ή χωρίς συμφωνία, με ή χωρίς δημοψήφισμα, οι εκλογές καθίστανται σχεδόν μονόδρομος. Και καθίστανται μονόδρομος όχι επειδή κάποιος τις επιθυμεί αλλά επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε ουσιαστική αδυναμία να υπηρετήσει το προεκλογικό του αφήγημα.

Από εκεί και πέρα, όλα παίζουν. Και οι εκλογές, και το αποτέλεσμά τους.

Αφενός επειδή κάθε μέρα που περνά είναι εις βάρος της κυβέρνησης –ακριβώς όπως την έπαθε στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές.

Αφετέρου επειδή δεν χωρούν πλέον ψευδαισθήσεις, ούτε υπεκφυγές. Αυτή τη φορά θα ψηφίσουμε ευθέως για το ευρώ και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.

Ως εκ τούτου, κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει ποιες πολιτικές δυνάμεις και ποιοι πολιτικοί αρχηγοί θα αναμετρηθούν τελικά στην αρένα.

Οπως κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει τις συνθήκες μέσα στις οποίες θα γίνουν οι εκλογές. Ούτως ή άλλως θα είναι εκρηκτικές και πρωτόγνωρες.

Τα υπόλοιπα θα τα δείξει η νεκροψία. Διότι το μόνο βέβαιο είναι πως όποιος κι αν κερδίσει αυτές τις εκλογές θα βρεθεί με ένα πτώμα στα χέρια του.