Κανονικά θα ήταν η δίκη του αιώνα. Αλλά όσα συνέβησαν χθες στον Κορυδαλλό δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια περίληψη των παθογενειών μας –και μάλιστα με μοναδική πύκνωση χρόνου. Μέσα σε λίγες ώρες οπαδοί της Χρυσής Αυγής έδειραν μάρτυρες κατηγορίας, άλλοι που δηλώνουν αντιφασίστες χτύπησαν έναν βουλευτή του Ποταμιού, κάποιες βουλευτίνες του ΣΥΡΙΖΑ εξανέστησαν επειδή, όπως είπαν, δεν μπήκαν με την ευκολία που θα ήθελαν στην αίθουσα για να ασκήσουν το δικαίωμα του «κοινοβουλευτικού ελέγχου σε δημόσιο χώρο», τα σχολεία έκλεισαν κι ένας αντιδήμαρχος δήλωσε ότι η τοπική κοινωνία απαιτεί να γίνει η δίκη αλλού.

Από αυτά τα στιγμιότυπα αντιλαμβάνεται κανείς ότι χθες στον Κορυδαλλό δεν έλειψε κανείς και τίποτα. Οι δύο κόσμοι που υποδύονται τους διαφορετικούς αλλά τους ενώνει η βία, η μισαλλοδοξία, ο φανατισμός και το μίσος για την αστική δημοκρατία, ήταν εκεί, έτοιμοι και πάλι να συγκρουστούν μεταξύ τους ή με όποιον άλλον τούς βρίσκεται πρόχειρος. Εκεί ήταν και η έλλειψη οργάνωσης της πολιτείας, εκεί και η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς, εκεί και ο ανέξοδος ακτιβισμός της ριζοσπαστικής Αριστεράς, εκεί και ο μικροαστικός τοπικισμός που θέλει όλα να γίνονται αλλού –από τους χώρους υγειονομικής ταφής και τα κέντρα μεταναστών έως τη δίκη των χρυσαυγιτών.

Αυτή που θα έπρεπε να ήταν η δίκη του αιώνα θα επαναληφθεί στις 7 Μαΐου με διαφόρους έξω από την αίθουσα –ή και μέσα –να προωθούν τις προσωπικές τους ατζέντες χωρίς καμία αίσθηση δημοσίου συμφέροντος. Σε αυτές τις συνθήκες ο αντιδήμαρχος μπορεί να έχει και δίκιο. Η δίκη πρέπει να γίνει μακριά, κάπου όπου οι δικαστές θα μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους με την ησυχία τους χωρίς να πέφτει ξύλο απ’ έξω, χωρίς απαιτήσεις για «κοινοβουλευτικό έλεγχο δημοσίων χώρων» και χωρίς να κλείνουν τα σχολεία. Στη μέση της ερήμου, ας πούμε. Και με τους Βεδουίνους, που θα περνάνε πού και πού, να σπάνε τη μονοτονία.