Μεταρρύθμιση, τέλος. Το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας, στην ουσία, μεταφράζει σε πολιτική την αντίληψη του υπουργού Αριστείδη Μπαλτά που συμπυκνώνεται στις κατευθυντήριες αρχές του: όχι στην αριστεία, όχι στην αξιολόγηση, επιστροφή των φοιτητικών παρατάξεων και του συνδικαλισμού στην εκπαιδευτική πράξη.

Με την ψήφιση του νομοσχεδίου γίνεται αμέσως παρελθόν ο νόμος Διαμαντοπούλου, στόχος του οποίου ήταν η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής εκπαίδευσης – την οποία εγγυήθηκαν σπουδαίοι έλληνες καθηγητές του εξωτερικού, που έσπευσαν να συνδράμουν τον εκσυγχρονισμό των πανεπιστημίων δεχόμενοι να συμμετάσχουν στα Συμβούλια Ιδρυμάτων. Η κατάργηση της διεκδίκησης της αριστείας, η κατάργηση δηλαδή της ανταγωνιστικότητας, κάνει περιττές τις υπηρεσίες τους – και τον συμβολισμό τους.

Η επιστροφή του πανεπιστημιακού ασύλου, μιας απολύτως ελληνικής πατέντας, αφήνει ανυπεράσπιστους τους ακαδημαϊκούς χώρους σε κάθε είδους έκνομη δραστηριότητα – αφού για να μπορεί να παρέμβει εντός του πανεπιστημίου η Αστυνομία, ακόμα και σε βαριά περιστατικά ανομίας, πρέπει προηγουμένως, σύμφωνα με την εμπειρία του προϋπάρξαντος Ν. 1268/82, να συνεδριάσει τριμερής επιτροπή (πρυτάνεις, φοιτητές, διοικητικοί).

Η εκλογή των διευθυντών σχολείων εξάλλου, αλλά και η ψήφος των φοιτητών για πρυτανικές Αρχές, οδηγούν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια σε έναν άνευ προηγουμένου κομματισμό.

Στις κανονικές χώρες, το σχολείο και το πανεπιστήμιο καθρεφτίζουν τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Η γνώση είναι επένδυση που καθρεφτίζει τη στρατηγική κάθε χώρας για το μέλλον της.

Το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας έχει την εξής πρωτοτυπία: δεν επιθυμεί την αναμέτρηση με το μέλλον, αρκείται στην υπεράσπιση ενός ήδη γνωστού παρελθόντος. Του παρελθόντος μιας κρατικιστικής οικονομίας, σε ένα κράτος – όμηρο των κομμάτων που χρειάζεται στελέχη για την τεράστια γραφειοκρατία του.

Αυτό το μοντέλο δεν είναι μόνο παλαιό. Είναι και το μοντέλο που μας χρεοκόπησε.