«Κουρασμένος ο κόσμος από μας, θ’ αναζητήσει άλλους κυρίους. Ο,τι μας είχε φανεί φρόνιμο θα φανεί ανούσιο, απαίσιο ό,τι μας είχε φανεί ωραίο».

Αυτές τις πικρές σκέψεις τις αποδίδει η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ στον πανίσχυρο μα και σοφό αυτοκράτορα Αδριανό. Στα χρόνια του Αδριανού, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ζούσε τη μέγιστη ακμή της και ο ίδιος απολάμβανε τη μέγιστη εξουσία. Μα είχε δώσει να χαράξουν στο εσωτερικό ενός δαχτυλιδιού που πάντα φορούσε μια επιγραφή προειδοποιητική προς τον εαυτό του τον ίδιο: «Η φύση μάς προδίδει, η τύχη αλλάζει, κάποιος θεός όλα τα παρατηρεί».

Στις σύγχρονες, κουρασμένες δημοκρατίες μας κανείς ηγέτης δεν έχει, ούτε κατά μακρινή προσέγγιση, την ισχύ του Αδριανού. Μα ελάχιστοι έχουν και τη δική του σοφία, την αίσθηση του εφήμερου της πολιτικής ισχύος. Είναι, φαίνεται, η μοίρα ειδικά των δημοφιλών ηγετών να πιστεύουν ότι η δημοτικότητά τους θα διαρκεί –σωστότερα: πρέπει να διαρκεί –για πάντα. Και γι’ αυτό πασχίζουν να τη συντηρήσουν, ξοδεύοντας τον βραχύ και γι’ αυτό ακριβώς πολύτιμο χρόνο που διαρκεί η μεγάλη δημοτικότητα σε κινήσεις πολιτικής επικοινωνίας που μοναδικό στόχο έχουν να την προστατεύσουν από τη φθορά, να την παρατείνουν, να την ενισχύσουν. Αντί να εκμεταλλεύονται τον όποιον ωφέλιμο χρόνο –μήνες συνήθως, παρά χρόνια –έχει μια νεοκλεγμένη κυβέρνηση για να κάνει όσα αργότερα, με τη φθορά του χρόνου, θα είναι αδύνατον να επιβάλει. Καθώς –κατά παράφραση του περίφημου επιγράμματος του Αδριανού –το κουρασμένο εκλογικό σώμα προδίδει, η τύχη αλλάζει, μια δημοσκόπηση όλα τα παρατηρεί.

Η Ελλάδα έχει αυτή την περίοδο την τύχη να διαθέτει –για πρώτη φορά εδώ και πολλά πολλά χρόνια –μια δημοφιλή κυβέρνηση. Για την ακρίβεια: έναν εξαιρετικά δημοφιλή Πρωθυπουργό. Με αποδοχή σχεδόν διπλάσια της εκλογικής της επίδοσης, με μεγάλο βαθμό εμπιστοσύνης, με την αντιπολίτευση εξουθενωμένη, με τα χέρια εντελώς ελεύθερα. Αλλά οι κινήσεις της κυβέρνησης στις, κοντά εκατό πια, πρώτες μέρες της έμοιαζαν περισσότερο προσανατολισμένες στην επιβεβαίωση και εμπέδωση της δημοτικότητάς της, της δημοσκοπικής ηγεμονίας της και λιγότερο στην προώθηση ενός σχεδίου αλλαγής. Ακόμη και η περίφημη διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους. Προπάντων αυτή, ίσως.

Πυροτεχνήματα έλαμψαν στον ουρανό, χαρταετοί με πλουμιστές ουρές διέγραψαν την τροχιά τους, συμβολικοί πόλεμοι κηρύχθηκαν και συμβολικές νίκες κατήχθησαν (όπως η μετονομασία της τρόικας), αλλά η προσδοκία που εξέθρεψε η εκλογική της νίκη παραμένει ανεκπλήρωτη. Η προσδοκία μιας πραγματικής αλλαγής, ενός άλλου τρόπου διακυβέρνησης και προπάντων ενός μεγάλου σχεδίου ανασυγκρότησης παραγωγικής και πολιτικής που να προωθεί γρήγορα και να δίνει προοδευτικό πρόσημο στις μεταρρυθμίσεις οι οποίες έμειναν ορφανές στα πέντε χρόνια των βασάνων μας, αυτή η προσδοκία παραμένει αδικαίωτη. Και η άμμος σιγά σιγά, ανεπαίσθητα, κυλά στην κλεψύδρα.

Για πολλά κυβερνητικά στελέχη το δίλημμα εμφανίζεται ως μια επιλογή ανάμεσα στη συνέπεια προς το προεκλογικό πρόγραμμα, την προεκλογική ρητορική και έναν ατιμωτικό, για την Αριστερά ιδίως, συμβιβασμό. Αλλά το δίλημμα δεν είναι αυτό. Το δίλημμα είναι μια επιλογή ανάμεσα στον ρόλο μιας δύναμης διαμαρτυρίας που, για λίγο, θα περάσει από την εξουσία και μιας πολιτικής συμμαχίας που θα ηγηθεί του μετασχηματισμού μιας παρακμασμένης χώρας.

Κι αν χρειάζονται ιστορικές αναλογίες, ιδού μία: Στα χρόνια της μεγάλης ύφεσης, μετά το Κραχ του 1929, σε όλον τον κόσμο οι κατεστημένες πολιτικές τάξεις ανατράπηκαν, οι κυβερνήσεις κατέρρευσαν, νέες δυνάμεις αναδείχθηκαν –και όχι πάντα για καλό. Στις ΗΠΑ, το Κραχ κατέλυσε τη μακρά ηγεμονία των Ρεπουμπλικανών και έφερε στην εξουσία τον Ρούζβελτ, που εγκαινίασε μια εικοσαετία κυριαρχίας των Δημοκρατικών. Στο Σασκατσούαν του Καναδά, το Κραχ έφερε στην εξουσία την πρώτη (και τελευταία) ανοιχτά σοσιαλιστική κυβέρνηση στη Βόρεια Αμερική. Και στη γειτονική Αλμπέρτα έναν ραδιο-ιεροκήρυκα που υποσχόταν δωρεάν χρήμα (η Ραχήλ Μακρή δεν ήταν η πρώτη που είχε την ιδέα). Οι δύο καναδικές κυβερνήσεις ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς στον καιρό τους και η εκλογή τους είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Αλλά κανείς δεν τις θυμάται πια. Ξεχάστηκαν γρήγορα. Ο Ρούζβελτ, αντίθετα, άλλαξε την Αμερική και τον κόσμο για δεκαετίες.