Επειδή υποτίθεται ότι γιορτάζουμε τις μέρες της αλήθειας, χρήσιμο είναι να κοιτάξουμε την αλήθεια κατάματα. Τα ψέματα και οι ψευδαισθήσεις δεν ωφελούν πλέον ούτε τους πωλητές τους.

Και η ωμή αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει κανένας «έντιμος συμβιβασμός» στο τραπέζι –τουλάχιστον με την έννοια που δίνει στον «έντιμο συμβιβασμό» η κυβέρνηση.

Δεν υπάρχει δηλαδή καμία συμφωνία περιορισμένου πολιτικού κόστους, ούτε καμία διάθεση πολιτικού διακανονισμού.

Δεν υπάρχει λύση η οποία (έστω και με κάποια «δημιουργική ασάφεια») θα επιτρέπει και να πάρουμε τα λεφτά από την Ευρώπη και να συνεχίσουμε την αριστερή φιγούρα στην Ελλάδα.

Αυτό που υπάρχει στο τραπέζι είναι μόνο ένας «επώδυνος συμβιβασμός» στον βαθμό που αποτελεί την ευθεία και έμπρακτη αναίρεση όσων υποστήριζε και υποσχόταν έως τώρα η κυβερνητική πλειοψηφία.

Για να παραφράσω λοιπόν την πρόσφατη διατύπωση του ανώνυμου (αλλά ρεαλιστή) «κυβερνητικού αξιωματούχου», οι επιλογές είναι οι εξής:

«Είτε ένας επώδυνος συμβιβασμός είτε μας τελειώνουν τώρα είτε μας τελειώνουν τον Ιούνιο». Τόσο απλό.

Δεν ξέρω πόσοι και ποιοι στην κυβέρνηση έχουν επίγνωση της κατάστασης. Δεν ξέρω καν αν έχουν ακριβή εικόνα ή αν εξακολουθούν να τρέφουν ηρωικές αυταπάτες.

Δεν ξέρω πόσοι απλώς δεν καταλαβαίνουν ή πόσοι κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν.

Ούτε ασφαλώς μπορώ να προβλέψω πώς θα αντιδράσουν στην πίεση. Υποθέτω ότι θα υπάρξει κάποια ενδοκυβερνητική αντιπαράθεση με άδηλη έκβαση.

Μπορώ όμως να προεξοφλήσω ότι κανείς δεν τους προσφέρει άλλες λύσεις.

Δεν είναι θέμα διαπραγμάτευσης ούτε διαπραγματευτών. Απλώς στο τραπέζι της τρόικας και του Eurogroup υπάρχει μόνο ό,τι βλέπουν και το οποίο ουδέποτε άλλαξε ουσιωδώς πριν ή μετά τις εκλογές.

Οχι επειδή κάποιοι προσπαθούν να ρίξουν τη νέα κυβέρνηση –κάτι τέτοιο είναι έξω από την πολιτική κουλτούρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Αλλά επειδή μπορούν να την εγκαταλείψουν στην πίεση των εσωτερικών αντιφάσεων, της πρόδηλης διαχειριστικής ανεπάρκειας και της παρατεινόμενης οικονομικής ασφυξίας.

Και τότε θα πέσει μόνη της. Αργά ή γρήγορα. Τώρα, τον Ιούνιο ή λίγο μετά.

Περίπου όπως κατέρρευσε το 2002 ο κυβερνητικός συνασπισμός με τον Χάιντερ στην Αυστρία.

Περίπου όπως έπεσε στις Κάννες η κυβέρνηση Παπανδρέου και στη συνέχεια ο Μπερλουσκόνι.

Οχι επειδή κάποιος τους έριξε (αυτές τις ανοησίες μόνο ο Παπανδρέου αναμασά), αλλά επειδή οι ίδιοι δεν μπορούσαν πια να κυβερνήσουν.

Και ο μεν Παπανδρέου αποχώρησε ήσυχα και χωρίς μεγαλύτερη ζημιά για τη χώρα.

Ειλικρινά δεν ξέρω τι θα κάνουν οι σημερινοί σε αντίστοιχη περίπτωση.

Γι’ αυτό κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τη ζημιά και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ατύχημα.