Της άλλαξαν τα λουκέτα και της κατεβάζουν τα ρολά όταν νυχτώνει. Η Βίκυ Σταμάτη δεν απειλεί πια να αποδράσει. Απειλεί μόνο με «αποκαλύψεις». Οσο κυκλοφορούσε ελεύθερη, όσο μιλούσαμε πυρετωδώς γι’ αυτήν τόσο δυσκολότερο ήταν να καταλάβουμε γιατί λατρεύουμε να τη μισούμε.

Ο θυμός για το ζεύγος Τσοχατζόπουλου είναι δύσκολο να κοπάσει. Η υπόθεσή τους δεν ήταν ποτέ πρωτίστως ποινική. Είχε τη φόρτιση του θανάσιμου αμαρτήματος της Μεταπολίτευσης και την ισχύ θύελλας για τη σαρωτική απονομιμοποίηση του παλαιού κομματικού συστήματος.

Σε μια τέτοια ιστορία η τιμωρία δεν μπορούσε να είναι μόνο ποινική. Δεν περίμενε κανείς τους ποταμούς δηλητηρίου που απελευθέρωσε η είδηση της απόδρασης της Σταμάτη για να συνειδητοποιήσει αυτή την πραγματικότητα.

Το οξύμωρο είναι ότι αυτό που τώρα στη Σταμάτη φαίνεται αποτρόπαιο δεν είναι ξένο. Αντιθέτως, ως τύπος είναι οικείος, όπως κι ο Ακης. Ο Ακης έκανε πολιτική καριέρα με μόνο προσόν την περιλάλητη «λαϊκότητά» του. Ο ψηφοφόρος μπορούσε να ταυτιστεί μαζί του γιατί ο Ακης ήταν στα μέτρα του. Η διαφορά του από τους υπόλοιπους Ακηδες που διέλαμψαν στο πολιτικό στερέωμα ήταν ότι ο ίδιος αποτελούσε την πιο ακραία ενσάρκωση του είδους του.

Ετσι και η Σταμάτη. Είναι πρόσωπο στιγματισμένο αλλά οικείο. Η δίψα για εύκολο πλούτο, η ανάγκη για την επίδειξή του, η αγωνία για κοινωνική επιφάνεια κατάφατσα στην Ακρόπολη: όλοι είναι τρόποι πολύ γνώριμοι. Και αυτή η κοινοτοπία της είναι ένας από τους λόγους που κάνουν τη Σταμάτη ακόμη πιο αφόρητη σε εκείνους που μπορεί να φοβούνται ότι της μοιάζουν. Αφόρητη και χρήσιμη μαζί, αφού χάρη στην υπερβολή της προσφέρεται για να της καταλογίζονται εσαεί τα πάντα.

Κακά τα ψέματα. Στη Σταμάτη οι περισσότεροι δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν άλλη ανθρώπινη ιδιότητα πλην της ενοχής. Δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν ότι εκτός από κατάδικος μπορεί ταυτόχρονα να είναι ασθενής ή μητέρα. Ακόμη και η ασθένειά της εκλαμβάνεται ως δόλια σκηνοθεσία, ως απόπειρα να αποφύγει την ποινή της διά του «τρελόχαρτου».

Το διαρκώς ανοιχτό ερώτημα είναι μέχρι ποιου σημείου μπορεί το κράτος δικαίου να μείνει ανεπηρέαστο από αυτό το εκδικητικό κοινωνικό κλίμα. Είναι ένα ερώτημα που δεν θέτει μόνο η περίπτωση της Σταμάτη. Αναζωπυρώνεται και από το νομοσχέδιο που έχει φέρει η κυβέρνηση στη Βουλή –από τις διατάξεις που διευκολύνουν την αποφυλάκιση συγκεκριμένων κρατουμένων, σχεδόν φωτογραφίζοντάς τους.

Και στη μία και στην άλλη περίπτωση ο φυσικός δικαστής μοιάζει να υποκαθίσταται. Στην πρώτη από τις διαθέσεις του πλήθους. Και στη δεύτερη από τις σκοπιμότητες μιας κυβέρνησης που δείχνει να πιστεύει ότι η ποινική μεταχείριση μπορεί να είναι αντικείμενο συλλογικής διαπραγμάτευσης.