Στη Σιγκαπούρη, όταν χαιρετιούνται οι άνθρωποι δεν ρωτάνε ο ένας τον άλλον «τι κάνεις;», όπως στις περισσότερες χώρες, αλλά «τι έφαγες;». Οταν είχα πάει εκεί πριν από κάμποσα χρόνια, μου είχε κάνει εντύπωση καθώς θεωρώ αυτή την ερώτηση και επιθετική και αδιάκριτη. Αν μου την έκαναν δηλαδή εμένα, θα απαντούσα «κι εσένα τι σε νοιάζει;». Μου εξήγησαν όμως ότι επειδή τα όχι και τόσο μακρινά χρόνια της μεγάλης φτώχειας και της πείνας έχουν περάσει στους κατοίκους του νησιού ως ιστορική μνήμη, η συγκεκριμένη ερώτηση δείχνει αλληλεγγύη και έννοια για τον άλλον. Θα έπρεπε λοιπόν να φτωχύνει η νεόπλουτη τότε Ελλάδα για να δω και στη χώρα μου το φαγητό από βιολογική ανάγκη, «καύσιμο» καλής φυσικής κατάστασης ή κοινωνική εκδήλωση να μεταλλάσσεται σε επικοινωνιακό γεγονός, ακόμη και πρόσημο εθνικής συνείδησης. Μιλάω για το απλό, καθημερινό φαγητό. Οχι τις ιδεοληψίες των αυτοαποκαλούμενων γευσιγνωστών και foodbloger. Ούτε για τη γραφικότητα του «μουσακά της μαμάς».

Από την αρχή της εβδομάδας, φίλοι και γνωστοί με ρωτούσαν επισταμένως πού θα φάω την Τετάρτη μπακαλιάρο σκορδαλιά. Τα έντυπα γέμισαν με τις αντίστοιχες συνταγές και στα σουπερμάρκετ οι αφίσες με τις προσφορές για το αλίπαστο (και δώρο η σκορδαλιά) ανέμιζαν σαν το λάβαρο του Παλαιών Πατρών Γερμανού. Ανήμερα την εθνική εορτή είδα στην τηλεόραση, θέλοντας και μη, σε αλλεπάλληλες εκπομπές όλους τους τρόπους τηγανίσματος του μπακαλιάρου και σε πλήρη ανάπτυξη το ρεπερτόριο της σκορδαλιάς, ως αφιέρωμα στην εθνική παλιγγενεσία. Πριν από 10 – 12 χρόνια, σιγά μη μας ένοιαζαν μπακαλιάροι και σκορδαλιές. Πώς θα ξεχειλώσουμε τη μεσοβδομαδιάτικη αργία για να πάμε κανένα ταξιδάκι ήταν το μέλημα.

Ετσι συνειδητοποίησα ότι αυτή την εποχή της λιτότητας το φαγητό αναβαθμίστηκε, ως το τελευταίο καταφύγιο υποτυπώδους πολυτέλειας, σε είδηση. Ειδικά μάλιστα από ανθρώπους που δεν τους λείπει, χωρίς ωστόσο και να τους περισσεύει. Δεν μπορώ αλλιώς να εξηγήσω πώς η ανάρτηση στο facebook μιας φωτογραφίας με ένα ταψί κακοψημένη καρυδόπιτα συγκεντρώνει εκατοντάδες like. Τι ακριβώς σου αρέσει δηλαδή; Η καρυδόπιτα που δεν ξέρεις τη γεύση της; Ή ότι θα τη φάει ο «φίλος» σου;

Η δημοσιοποίηση, με οποιονδήποτε τρόπο, ενός φαγητού ή ενός γεύματος εμπεριέχει κατά τη γνώμη μου ένα είδος συγκαλυμμένης ξεδιαντροπιάς. Αναζητώντας τους λόγους, ανακάλεσα στη μνήμη μου κάποιες ασπρόμαυρες προπολεμικές φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα με θεσσαλούς αγρότες. Κάποιοι από αυτούς την ώρα του πάμπτωχου, υποθέτω, γεύματός τους. Κυκλωτικές πάντα παρέες σαν να ήθελαν να κρύψουν αυτό που έτρωγαν. Και ενώ γύριζαν τα πρόσωπά τους προς τον φωτογράφο, το σώμα τους είχε ένα προανάκρουσμα κίνησης σαν να προσπαθούσαν να προστατέψουν το ψωμί και το κρεμμύδι τους από την αδιακρισία του φακού. Αυτό, το θεωρώ πολιτισμό.