Μπαίνει κανείς, πότε πότε, στον πειρασμό να παίξει το παιχνίδι των υποθετικών ερωτήσεων. Το γνώριμο «τι θα είχε συμβεί, αν;».

Τι θα είχε συμβεί, για παράδειγμα, αν ο Αντώνης Σαμαράς δεν είχε πανικοβληθεί από το αποτέλεσμα των ευρωκλογών; Αν δεν είχε εγκαταλείψει το αφήγημα του success story για χάρη του αφηγήματος «σχίζω το Μνημόνιο σελίδα σελίδα»; Αν δεν είχε σπαταλήσει την τελευταία σταγόνα εμπιστοσύνης των έξω, απολύοντας τον γενικό γραμματέα Εσόδων, για να έχει τον φοροεισπρακτικό μηχανισμό σε κατάσταση πειθήνιας προεκλογικής ετοιμότητας; Αν δεν είχε κάνει έναν ανασχηματισμό της κυβέρνησής του με μοναδικό κριτήριο την εκπροσώπησή της στο καραγκιόζ μπερντέ των τηλεοπτικών πρωινάδικων; Αν είχε προσπαθήσει στα σοβαρά να κλείσει την πολύπλαγκτη τελευταία αξιολόγηση εγκαίρως και έπειτα να πάει στο εκλογικό ραντεβού, έχοντας τελειώσει τη δουλειά που ανέλαβε και ζητώντας να κριθεί γι’ αυτήν;

Για την εκλογική μοίρα του ίδιου και της παράταξής του ίσως να μην είχε μεγάλη διαφορά. Τις εκλογές θα τις έχαναν έτσι κι αλλιώς. Για την πολιτική υστεροφημία και αξιοπιστία του, όμως, θα είχε κάποια διαφορά. Και, το κυριότερο, ίσως να είχε σημαντική διαφορά για τη χώρα.

Κι έπειτα, τι θα είχε συμβεί αν ο Αλέξης Τσίπρας είχε την αρετή της υπομονής; Αν δεν είχε φοβηθεί –παράλογος φόβος –ότι αν οι εκλογές καθυστερήσουν θα κινδύνευε να χάσει το «μομέντουμ»; Αν δεν είχε επιστρατεύσει κάθε μέσο, θεμιτό και αθέμιτο, ακόμη και το πιο κατακαμένο, για να εκβιάσει πρόωρες εκλογές, με αφoρμή την ανάδειξη ενός προσώπου στο συμβολικό αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας; Αν είχε –για παράδειγμα –στέρξει στον συμβιβασμό που του προτάθηκε, να δεχθεί μια συναινετική εκλογή Προέδρου, με αντάλλαγμα την διενέργεια εκλογών, το αργότερο τον Ιούνιο;

Για την εκλογική του μοίρα δεν θα είχε και μεγάλη διαφορά. Ισως μάλιστα αν οι εκλογές καθυστερούσαν λίγο, τόσο όσο ώστε το φιτίλι του φόβου να έχει ολότελα σβήσει, να τις είχε κερδίσει αυτοδύναμα, χωρίς να πέσει στην ανάγκη του Καμμένου και του «πατριωτικού κιτς», με το οποίο μουντζουρώνει βίαια το πρόσωπο της κυβερνώσας Αριστεράς. Και ίσως ακόμη, η εκλογική του νίκη, δίχως την υποθήκη της υποχρεωτικής παράτασης της παλιάς δανειακής σύμβασης, να του επέτρεπε να διαμορφώσει ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων με μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας και περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, απ’ ό,τι τώρα, που ό,τι σχεδιάσει πρέπει να το περάσει από την κρησάρα της μετονομασθείσας τρόικας.

Οι υποθετικές ερωτήσεις δεν οδηγούν, βέβαια, σε στέρεες ή χρήσιμες απαντήσεις. Ο,τι έγινε, έγινε. Αλλά αναλογιζόμενοι το τι θα μπορούσε να είχε γίνει, ίσως να φωτιζόμασταν για τα λάθη που τώρα θα μπορούσαμε να αποφύγουμε. Και μάλλον δεν αποφεύγουμε. Γιατί η πολιτική ζωή μοιάζει αδύναμη να ξεκολλήσει από το προεκλογικό της περιβάλλον.

Η μεν αντιπολίτευση μοιάζει καθηλωμένη σε μια πρωθύστερη ανάγκη αντιμνημονιακής δικαίωσης, πασχίζοντας να αποδείξει ότι και οι επόμενοι Μνημόνιο υπέγραψαν, άρα ας αφεθούν και οι δικές μας μνημονιακές αμαρτίες. Και η κυβέρνηση, προ πάντων αυτή, μοιάζει ανήμπορη να ξεκολλήσει από την προεκλογική της ρητορική. Κι αντί να αναγνωρίσει εξαρχής το αναπόφευκτο –λέγοντας: «Η προηγούμενη κυβέρνηση μας παγίδευσε σε μια εκκρεμή αξιολόγηση, την οποία θα προσπαθήσουμε να τελειώσουμε όσο καλύτερα, όσο ταχύτερα και όσο πιο ανώδυνα γίνεται, με όσο λιγότερα υφεσιακά μέτρα μπορούμε, για να πάμε παρακάτω, σε μια επωφελή, δικαιότερη και με αναπτυξιακά χαρακτηριστικά μεσοπρόθεσμη συμφωνία» -, χάθηκε σε ένα άχαρο παιχνίδι μεταμφιέσεων και μετονομασιών για να αποδείξει ότι αυτό που βλέπουμε δεν είναι αυτό που βλέπουμε, η παράταση δεν είναι παράταση, η τρόικα δεν είναι τρόικα, η αξιολόγηση δεν είναι αξιολόγηση και το Μνημόνιο δεν είναι Μνημόνιο.

Οι πιο σοφοί και ψύχραιμοι και αμέτοχοι κομματικών παθών παρατηρητές ήλπιζαν πως οι εκλογές, και η καλοδεχούμενη αλλαγή πολιτικού προσωπικού που θα έφερναν, θα ήταν η αρχή μιας από καιρό αναγκαίας ενηλικίωσης για το πολιτικό προσωπικό, τα ήθη του και τον κομματικό ανταγωνισμό. Αλλά μέχρι στιγμής, η προσδοκία μοιάζει να διαψεύδεται.