Ενα φάντασμα πλανιέται πάλι πάνω από την Ευρώπη. Οχι το φάντασμα του κομμουνισμού. Αλλά μιας διπλής γερμανικής πρόκλησης: της πρόκλησης που αποτελεί η Γερμανία για την Ευρώπη και αυτής που θέτει στη Γερμανία η ίδια η ισχύς της.

Στην πραγματικότητα, το ζήτημα υπάρχει και μένει ανοιχτό εδώ και ενάμιση αιώνα. Η Γερμανία μπήκε καθυστερημένα στη χορεία των βιομηχανικών χωρών, μετά την ενοποίησή της το 1871, αλλά από τότε αναπτύσσεται ραγδαία, με εξαίρεση σύντομα διαστήματα μετά τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους και την επανένωσή της το 1990. Δεν μπορεί κανείς να μη θαυμάσει την ενεργητικότητα και τη δημιουργικότητα αυτού του έθνους. Δεν μπορεί όμως και να μη μουδιάσει μπροστά στην ακαμψία της πολιτικής συμπεριφοράς του προς τα έξω. Οι Γερμανοί, άλλοτε οι πιο άτσαλοι και τραχείς ιμπεριαλιστές, είναι σήμερα οι πιο άγαρμποι διπλωμάτες (μετά τους Ελληνες) και κακοί οδηγοί της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μια ενδιαφέρουσα εξήγηση έδωσε τώρα τελευταία ένας γερμανός αναλυτής. Επειδή, είπε, είμαστε κατεξοχήν χώρα παραγωγών και όχι εμπόρων, έχουμε έλλειμμα διαπραγματευτικής κουλτούρας.

Αυτό, στη σημερινή συγκυρία της ευρωπαϊκής κρίσης, συνεπάγεται αδυναμία ή απροθυμία της Γερμανίας να κατανοήσει τους εταίρους της. Θεωρεί την οικονομική φιλοσοφία της

τη μόνη ορθή για όλους και εκνευρίζεται για τη μη αποδοχή της από άλλους. Οχι τυχαία η λέξη λιτότητα, με τη δημοσιονομική σημασία, μπήκε στο γερμανικό λεξιλόγιο πολύ πρόσφατα και μάλιστα ως ξενικής προέλευσης νεολογισμός (Austerität). Αυτό που εμείς ονομάζουμε πολιτική λιτότητας οι Γερμανοί το λένε Sparpolitik, δηλαδή πολιτική εξοικονόμησης. Η διαφορά βρίσκεται στη συναισθηματική αντήχηση των δύο όρων. Ο πρώτος υποδηλώνει οικονομικό στραγγαλισμό, ο δεύτερος την αρετή της οικονομικής εγκράτειας.

Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι η αντίφαση ανάμεσα στον οικονομικό επεκτατισμό της Γερμανίας και τον πολιτικό αυτισμό της. Η Γερμανία έχει την απόλυτη οικονομική ηγεμονία στην Ευρώπη, αλλά δεν λειτουργεί ενωτικά στην ήπειρο. Αν γινόταν μια πανευρωπαϊκή δημοσκόπηση με το ερώτημα «Θα θέλατε μια πολιτική ένωση της Ευρώπης με γερμανική κυριαρχία;», το υψηλότερο, πραγματικά συντριπτικό ποσοστό του «όχι» θα το έδιναν οι ίδιοι οι Γερμανοί. Αυτό είναι βέβαια παρήγορο. Δείχνει ότι έχουν διδαχτεί από τα εγκληματικά λάθη του παρελθόντος τους (κάτι που θα ευχόμουν και για εμάς εδώ) και έχουν επίγνωση των κινδύνων μιας εθνικής μεγαλομανίας τους. Υπάρχει όμως και μια διαφορετική ανάγνωση, όχι απαραίτητα ασύμβατη με την προηγούμενη: οι Γερμανοί, οι δυναμικότεροι εξαγωγείς του κόσμου, θέλουν τα οφέλη που έχει γι’ αυτούς μια ευρωπαϊκή αγορά με κοινό νόμισμα αλλά άνισες οικονομίες, δεν θέλουν όμως τα βάρη μιας πολιτικής ένωσης.

Εδώ ελλοχεύει για τη Γερμανία ένας κίνδυνος, τον οποίο γνωρίζει και προσπαθούσε πάντοτε να ξορκίσει, τις περισσότερες φορές χωρίς επιτυχία, λόγω των κακών πολιτικών επιλογών της: ο κίνδυνος της απομόνωσης. Επανειλημμένα στο παρελθόν η Γερμανία υπερεκτιμούσε τη δύναμή της και συγχρόνως φόβιζε τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αποξενώνοντάς τες ή συνασπίζοντάς τες εναντίον της, με συνέπειες ολέθριες για την ίδια και για ολόκληρη την ήπειρο. Σήμερα, παρότι είναι μια από τις υποδειγματικότερες και ειρηνικότερες δημοκρατίες του κόσμου, ο γνώριμος από παλιά συνδυασμός οικονομικής υπεροχής και πολιτικής ανελαστικότητας ξαναπαίρνει επικίνδυνες διαστάσεις, ανοίγοντας πάλι τον δρόμο προς την απομόνωσή της.

Η ευρωζώνη, η ίδια η Ευρωπαϊκή Ενωση όπως τις θέλει το Βερολίνο δεν είναι βιώσιμες. Ή θα αποφασίσει η Γερμανία να γίνει η πολιτική ατμομηχανή της ευρωπαϊκής ενοποίησης, θυσιάζοντας ένα μέρος του οικονομικού οφέλους της για χάρη του πολιτικού, ή θα γίνει απλώς το μεγαλύτερο άστρο σε ένα ευρωπαϊκό νεφέλωμα ολοένα θαμπότερο στο παγκόσμιο στερέωμα.