Θα μπορούσε να είναι το σάουντρακ που δεν γράφτηκε για την αποστολή του Curiosity. Πέντε συνθέσεις του Πατρίκ Μπουργκάν για ισάριθμους πλανήτες, γραμμένες το 2003 με τη φινέτσα της μπελ επόκ. Και όλα αυτά σε μία από τις επερχόμενες συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Κάπου εδώ προκύπτει αβίαστα το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου: ποιος είναι ο Μπουργκάν; Ερώτημα που με τη σειρά του οδηγεί στο επόμενο: μήπως ο μιθριδατισμός με Μότσαρτ, Μάλερ και Μπραμς στα κρατικά σύνολα έχει ναρκώσει τη σύγχρονη δημιουργία;

Το «μικροκλίμα» της κρίσης πλακώνει σαν βραχνάς με τις δικές του ερμηνείες. Λεφτά δεν υπάρχουν –παρά την ολική επαναφορά της Λούκας Κατσέλη -, άρα δεν υπάρχει και ανάγκη για νεωτερισμούς. Το περίφημο φιλοθέαμον κοινό φαίνεται να έχει εκπαιδευτεί με τα χρόνια σε μια συνεχή ροή mainstream ρεπερτορίου που σταματά κάπου πριν από το 1940.

Στην καλύτερη περίπτωση, πρόκειται για αυτοεκπληρούμενη προφητεία: η σύγχρονη (λόγια) μουσική έχει αποδεχθεί την αρνητική μυθολογία ότι δεν «τραβάει». Οτι το ακροατήριο δείχνει μονίμως τον δρόμο για τα γκισέ. Γι’ αυτό και οι παραγγελίες ή αναθέσεις σε νεότερους συνθέτες έχουν ατονήσει (με εξαιρέσεις φέτος τη «Φόνισσα» του Κουμεντάκη, το μπιχνερικό «Λεόντιος και Λένα» του Σελαμσή και τον «Ιούλιο Καίσαρα» του Τσαλαχούρη). Η επωδός δημιουργεί ανούσιο θόρυβο –σε άδειες πολλές φορές αίθουσες. Αν στην περίοδο των ισχνών αγελάδων το ζητούμενο είναι ο μέσος όρος μεταξύ κλασικισμού και καινοτομίας, τίποτε δεν απαγορεύει τα πειράματα. Κανείς δεν περίμενε πριν από τρία χρόνια ότι οι συναυλίες μπαρόκ με όργανα εποχής που λανσάρισε η Καμεράτα θα έβρισκαν εμπορική απήχηση και θα «εξάγονταν» στην Ευρώπη.

Πριν από το επόμενο ντιμπέιτ για τη συγχώνευση ή μη των κρατικών συνόλων χρωστάμε στον εαυτό μας ένα ντιμπέιτ για τη μουσική που θα ερμηνεύουν. Σε μια διαστροφική ανάγνωση της πραγματικότητας, η επένδυση σε συνθέτες υψηλού ρίσκου ίσως πληρώνει υψηλότερες αποδόσεις.