Οι περισσότεροι το μάθαμε από το Full Metal Jacket: οι αμερικανοί πεζοναύτες απαγγέλλουν ρυθμικά διάφορα συνθήματα την ώρα της εκπαίδευσης για να τεντώσουν σαν λάστιχο το ηθικό τους που προσπαθεί να σμπαραλιάσει μεθοδικά ο σκληρός λοχίας. Το βασικό θέμα των συνθημάτων, φυσικά, δεν είναι ο παγκόσμιος αφοπλισμός ή η οικουμενική αδελφοσύνη. Είτε είναι Αμερικανοί είτε Ελληνες, οι πεζοναύτες ενσαρκώνουν στην πιο ακραία του εκδοχή αυτό που είναι γνωστό ως ΚΔΟΑ –Κτηνώδης Δύναμη, Ογκώδης Αγνοια. Δεν γίνεται αλλιώς, αυτό είναι και το job description. Είναι όμως και μια δουλειά που δεν μπορείς να αντέξεις εάν δεν σε έχει χτυπήσει κατακούτελα ο μιλιταρισμός και δεν πιστεύεις ότι κάποιος εχθρός, κάπου εκεί έξω, είναι έτοιμος να αρπάξει την αγαπημένη σου πατρίδα.

Ασφαλώς είναι άλλο να απειλείς τον φανταστικό σου εχθρό στη βάση του Τζάκσονβιλ και άλλο κατεβαίνοντας με στρατιωτικό βήμα την Πανεπιστημίου. Η διαφορά δεν είναι μόνο ποιοτική ή αισθητική. Αναδεικνύει κι ένα βαθύτερο πρόβλημα, το οποίο υπερβαίνει μερικά γυμνασμένα παιδιά με ξυρισμένα κεφάλια που παρελαύνουν ντυμένοι βατραχάνθρωποι και λένε χορωδιακά ότι το όνειρό τους είναι να υψώσουν την ελληνική σημαία στην Πόλη. Στο σύνθημα των ουκάδων συμπυκνώνεται ένα γενικότερο πνεύμα αλυτρωτισμού που καλλιεργείται στην εκπαίδευση και μετουσιώνεται στην ενήλικη ζωή σε εθνικό αφήγημα.

Με άλλα λόγια, είναι πολύ περισσότεροι από πενήντα πεζοναύτες εκείνοι που πιστεύουν ότι η Κωνσταντινούπολη είναι μια χαμένη πατρίδα που κάποια στιγμή θα ξανακερδηθεί. Και δεν βρίσκονται μόνο στα στρατόπεδα, ούτε εκφράζονται μόνο στις παρελάσεις. Τέμνουν οριζόντια όλα τα κοινωνικά στρώματα και ολόκληρο το πολιτικό φάσμα γιατί ο ελληνικός αλυτρωτισμός συνδέεται κατ’ εξοχήν με ένα συναίσθημα μόνιμης αδικίας στα εθνικά, ατελείωτης καχυποψίας και προαιώνιου χρέους των άλλων απέναντί μας. Εντάξει, οι τρελαμένοι πεζοναύτες των ΟΥΚ το εκφράζουν με πιο μπρούτο τρόπο, ενώ άλλοι προτιμούν τα τσάμικα. Οι μεν τα έχουν ακόμη με τους Τούρκους, οι δε έχουν φθάσει στους Γερμανούς. Δεν κάνει καμιά διαφορά. Μπορεί να το δει κανείς σαν μικρές παραλλαγές του ίδιου εθνικού αφηγήματος –και δεν θα κάνει λάθος.