Η (κλασική) Αριστερά επεδίωκε να εκπροσωπεί αυτούς που εργάζονται με εξαρτημένη εργασία και παράγουν υπεραξία. Δεν αφορούσε τους δημοσίους υπαλλήλους –που δεν παράγουν υπεραξία –ούτε τους ιδιοκτήτες-αγρότες ούτε τους εμπόρους ούτε… Οι θεωρητικοί του μαρξισμού θεωρούσαν ότι, περνώντας στην αστική δημοκρατία και στην αστική ολοκλήρωση, θα αναδεικνύονταν οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής όταν θα έφτανε στο «ανώτερο» επίπεδό του, αυτό του μονοπωλιακού καπιταλισμού.

Αυτά παλιότερα, προ παγκοσμιοποίησης σίγουρα, και για χώρες που προχωρούσαν στη βιομηχανική επανάσταση. Οχι βέβαια στην Ελλάδα του κρατισμού και της μικροαστικής κυριαρχίας. Στην Ελλάδα μάλλον «μικροαστική ολοκλήρωση» είχαμε, που την προώθησε αποτελεσματικά ο Ανδρέας Παπανδρέου με το ιδεολόγημα των μη προνομιούχων. Εκτός από τους πολίτες β’ κατηγορίας, δημιουργήματα των νικητών του Εμφυλίου, ως μη προνομιούχοι αυτοκατατάσσονταν όσοι αισθάνονταν έτσι. Το πλησιέστερο προς την «αστική ολοκλήρωση» υποκατάστατο μας ήλθε από τη συμμετοχή στη λειψή «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση».

Τα τεράστια ελλείμματα των δύο τελευταίων ετών της διακυβέρνησης Καραμανλή, κυρίως, οδήγησαν στην αναγκαιότητα μιας επώδυνης εσωτερικής υποτίμησης. Το βάρος το αισθάνθηκαν ιδιαίτερα τα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα. Οσοι είχαν μηδενική ή περιορισμένη γραμμή άμυνας. Αυτοί προσελκύστηκαν κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ. Εν ονόματι υποσχέσεων παρελθόντων παραδείσων ή, έστω, επανορθώσεων κοινωνικών αδικιών.

Ετσι ένα «αριστερό» λαϊκίστικο κόμμα, συνεπικουρούμενο από ένα ακροδεξιό, ασόβαρο σχήμα βρέθηκαν, εν μέσω κρίσης, να «κυβερνούν» τη χώρα. Μια κυβέρνηση μέτριων ιδεοληπτικών, φιγουρατζήδων, επικίνδυνων τζογαδόρων, άντε και με καμία-δύο εξαιρέσεις. Και βάλθηκαν, ασυντόνιστοι, να τρελάνουν όλο τον κόσμο με φαιδρότητες, αντικρουόμενες δηλώσεις και τσαμπουκάδες εθνικιστικής, μικροαστικής και συντεχνιακής λογικής.

Ετσι, αντί η βασική επιλογή σ’ ένα κράτος της σημερινής ευρωπαϊκής οικογένειας να είναι ανάμεσα σ’ έναν καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο και σ’ έναν «σκληρό» καπιταλισμό του μονεταρισμού, βρεθήκαμε χωρίς επιλογή να οδεύουμε «αξιοπρεπείς» εκτός Ευρώπης.

Αν, όπως νομίζω, η κυρίαρχη αντίθεση στη σημερινή Ελλάδα είναι η ευρωπαϊκή ή η μεσανατολίτικη Ελλάδα, τότε όλες οι άλλες διαφορές, σήμερα, αποκτούν δευτερεύουσα σημασία. Και γι’ αυτό έχει νόημα να υπάρξει ο πολιτικός φορέας της ευρωπαϊκής Ελλάδας. Παραμερίζοντας όλα τα άλλα, κόμματα, κινήσεις, πρόσωπα, απόψεις. Σε αυτό πρέπει να συγκλίνουν και να συμβάλουν όλοι οι φιλοευρωπαίοι αριστεροί, κεντρώοι και δεξιοί. Μόνον όντας μέσα στην Ευρώπη, μπορεί να δοθεί ο αγώνας για προοδευτική Ελλάδα, για προοδευτική Ευρώπη.

Ο Σπύρος Καβουνίδης είναι δρ πολιτικός μηχανικός, πρώην μέλος του Συνασπισμού και της Κεντρικής Επιτροπής του