Ο Ιμπραήμ Αχμέντ γεννήθηκε στο Δυτικό Λονδίνο. Οι γονείς του, μετανάστες από το Πακιστάν και την Ινδία, είχαν δικό τους κατάστημα. Ο Ιμπραήμ μεγάλωσε σε μια μεσοαστική γειτονιά. Ηταν, με τα δύο αδέλφια του, τα μόνα μη λευκά παιδιά εκεί. Στήριζε την τοπική ομάδα ποδοσφαίρου. Ακουγε «λευκή μουσική». Στο σχολείο όμως ήταν ένας «μουσουλμάνος». Ομάδες λευκών αγοριών τον κορόιδευαν, τον προσέβαλλαν, τον χτυπούσαν. Μια μέρα γνώρισε σε ένα τζαμί άνδρες που του είπαν πως η Βρετανία είναι «γη πολέμου» και εκείνος στρατιώτης. Μέσα σε έναν μήνα είχε ενταχθεί στη Χιζμπ ουτ-Ταχρίρ, μια διεθνή ισλαμιστική οργάνωση. Για την επόμενη διετία ήταν πάντα σε επιφυλακή ως μέλος μιας μυστικής ταξιαρχίας που κυνηγούσε όποιον «πείραζε μουσουλμάνο αδελφό ή αδελφή». Κουβαλούσε όπλο και πετούσε μολότοφ. Δεν είχε δώσει ποτέ προσοχή όταν οι γονείς του του έλεγαν πως Ισλάμ και βία είναι ασύμβατα. Σκότωσε ποτέ κανέναν; «Πραγματικά δεν ξέρω». Ο Ρόμπερτ Ορελ γεννήθηκε στη Στοκχόλμη. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν μικρός. Στο σχολείο έπεφτε τακτικά θύμα εκφοβισμού από μια ομάδα παιδιών με γονείς μετανάστες. Ο μόνος χώρος όπου ένιωθε ασφαλής ήταν ένα κέντρο νέων. Εκεί ανακάλυψε την πανκ ροκ με τους στίχους που μιλούσαν για τις κατακτήσεις των Βίκινγκς. Εκεί γνώρισε τα δύο μεγαλύτερα παιδιά που μοίραζαν αυτοκόλλητα με υψωμένα σπαθιά και το σύνθημα «Υπερασπίσου τη Σουηδία». Λίγο αργότερα προσχώρησε σε ομάδα χούλιγκαν και τελικά σε νεοναζιστική οργάνωση. Εγκατέλειψε το σχολείο, πήγε να μείνει με άλλους εξτρεμιστές. Κάθε Σαββατοκύριακο έβαζαν στο στόχαστρο και ξυλοκοπούσαν άγρια μη λευκούς νέους. Φαντασιωνόταν πως ορμούσε στο Κοινοβούλιο με ένα από τα όπλα που οι νεοναζί φίλοι του είχαν κρύψει στο δάσος. «Συμμετείχα σε έναν ιερό πόλεμο». Αν ο Ιμπραήμ και ο Ρόμπερτ είχαν συναντηθεί πριν από 15 χρόνια πιθανόν να είχαν αλληλοσκοτωθεί. Σήμερα είναι φίλοι. Γνωρίστηκαν μέσω του Ινστιτούτου για τον Στρατηγικό Διάλογο, ενός ευρωπαϊκού θινκ-τανκ που δραστηριοποιείται στην καταπολέμηση του εξτρεμισμού. Γύρισαν και οι δύο την πλάτη στη βία χάρη σε πρώην εξτρεμιστές που είχαν μετατραπεί σε ακτιβιστές και είναι τώρα με τη σειρά τους ακτιβιστές που προσπαθούν να πείσουν παιδιά όπως ήταν κι εκείνοι να γυρίσουν την πλάτη στη βία. Τις ιστορίες τους αντιπαρέβαλαν χθες οι «New York Times». Αφήνοντας στην άκρη την ιδεολογία, επεσήμαναν το προφανές: ο δρόμος της ριζοσπαστικοποίησης είναι λίγο – πολύ ταυτόσημος.