Για την οΙκονομία της συζήτησης θα δεχτώ ότι «οι πιο επιθετικές συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης μάς είχαν στήσει παγίδα σε συνεργασία με την κυβέρνηση Σαμαρά» –όπως είπε ο Πρωθυπουργός.

Θα δεχτώ επίσης ότι «βρεθήκαμε απέναντι σε έναν άξονα δυνάμεων με πρωτεργάτες τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους που (…) επιχειρούσαν να οδηγήσουν όλη τη διαπραγμάτευση στο χείλος του γκρεμού».

Και θα ρωτήσω καλοπροαίρετα.

Την επόμενη Δευτέρα που ο Βαρουφάκης θα πάει στο Eurogroup για να συζητήσει το πρόβλημα της χρηματοδότησης μιας χώρας που βρίσκεται στα πρόθυρα της στάσης πληρωμών, ποιους θα βρει γύρω από το τραπέζι;

Την Greenpeace; Τη Διεθνή Αμνηστία; Τη «Γένοβα 2002»; Τους Podemos;

Ή μήπως αυτές ακριβώς τις «συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης» και τον «άξονα δυνάμεων με πρωτεργάτες τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους» για τους οποίους μιλούσε το Σάββατο ο Πρωθυπουργός;

Αλλά αν πρέπει να πάμε σε αυτούς τη Δευτέρα για να μας λύσουν το πρόβλημα, τι νόημα έχει να τους την πέφτουμε το Σάββατο; Πόσο βοηθάει τις επιδιώξεις μας;

Ομολογώ ότι θεωρώ την απάντηση αυτονόητη.

Αλλά προφανώς δεν είναι αυτονόητη για όλους. Δεν εξηγείται διαφορετικά ότι η κυβέρνηση επιμένει σε μια οριακή συγκυρία να απευθύνεται αποκλειστικά στο εθνικό (κι εσωκομματικό) ακροατήριο, τη στιγμή που το παιχνίδι επιβίωσης της χώρας παίζεται εκτός συνόρων.

Και δεν εξηγείται διαφορετικά ότι το εθνικό ακροατήριο προσεγγίζεται με όρους που καθιστούν όλο και πιο δυσχερή, όλο και πιο επισφαλή τον αναγκαίο (εντός και εκτός της χώρας) συμβιβασμό.

Αυτό λέει η απλή λογική. Την οποία προφανώς δεν είναι υποχρεωμένοι να συμμερίζονται όλοι.

Μόνο που όσοι δεν τη συμμερίζονται θα πρέπει να εξηγήσουν τι σόι συμβιβασμός μπορεί να προκύψει από μια διαπραγμάτευση που έχει εξελιχθεί σε καβγά, από μια αντιπαράθεση που εμφανώς πάει να ξεφύγει από το καθιερωμένο ευρωπαϊκό πλαίσιο και από μια ρητορική επιθετικότητα που δεν συνηθίζεται ούτε στις χειρότερες στιγμές μεταξύ ευρωπαίων εταίρων.

Ηδη από τις πρώτες ημέρες της νέας κυβέρνησης είχαμε σημειώσει εδώ την ανάγκη να προταχθεί η λογική της διαπραγμάτευσης και όχι η λογική της σύγκρουσης.

Οχι φυσικά για λόγους πολιτικού καθωσπρεπισμού. Αλλά επειδή μια διαπραγμάτευση οδηγεί τελικά σε κάποια (καλύτερη ή χειρότερη) συμφωνία ενώ μια σύγκρουση έχει μόνο ηττημένους και νικητές.

Πολύ φοβάμαι όμως ότι τελικά συνέβη κάτι χειρότερο: κάποιοι εξέλαβαν τη σύγκρουση ως διαπραγμάτευση.

Τώρα εκπλήσσονται που γίνεται όλο και δυσκολότερη η συμφωνία. Και θα συνεχίσουν να εκπλήσσονται αν δεν επιστρέψουν στην διαπραγμάτευση.

Κατά προτίμηση, πριν είναι αργά!..