Η νέα κυβέρνηση δεν θα μπορούσε ασφαλώς να ξεκινήσει παίζοντας τον ρόλο του «καλού παιδιού» στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές: ήταν αυτονόητη – λόγω της ψήφου του ελληνικού λαού – η σκληρή στάση του υπουργού Οικονομικών στον μαραθώνιο για την επίτευξη μιας συμφωνίας.

Ομως τώρα πια η συμφωνία υπάρχει – επικυρωμένη και από το γερμανικό Κοινοβούλιο με πολύ μεγάλη πλειοψηφία. Τώρα είναι η ώρα της υλοποίησης – αλλά αυτή η υποχρέωση, όπως με καθυστέρηση συνειδητοποιεί η κυβέρνηση, προς το παρόν αφορά μόνο την Ελλάδα.

Το «γιατί» είναι απλό: στην έξαψη της πρώτης διαπραγμάτευσης, το οικονομικό επιτελείο δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να δει το μείζον πρόβλημα της εξασφάλισης ρευστότητας για το Δημόσιο κατά το διάστημα ώς την αξιολόγηση. Εδωσε επομένως ένα ισχυρότατο χαρτί πίεσης στους δανειστές – οι οποίοι το αξιοποιούν ασμένως προκειμένου να πιέσουν: όχι μόνο για την υλοποίηση της συμφωνίας, αλλά και του συνόλου των μνημονιακών δεσμεύσεων της χώρας.

Είναι προφανές ότι η ρήξη δεν συνιστά σοβαρή επιλογή για την Ελλάδα και τους Ελληνες: θα σήμαινε χρεοκοπία εντός του ευρώ, με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Επομένως δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τον ρεαλισμό. Η χώρα να παραμείνει στην ευρωζώνη και να αρχίσει την υλοποίηση της συμφωνίας σε συνεργασία με τους δανειστές.

Αμέσως μετά την επίτευξη της συμφωνίας αυτής, η κυβέρνηση έδειξε – τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό – να επιστρέφει στην προεκλογική περίοδο, με στόχο να αποδείξει ότι δεν συμφώνησε σε παράταση του Μνημονίου.

Αυτό μπορεί να είναι κατανοητό από την εσωκομματική του σκοπιά – αλλά είναι απολύτως αντιπαραγωγικό για την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης από την πλευρά των δανειστών. Η κυβέρνηση πρέπει να δώσει δείγμα γραφής στην υλοποίηση της συμφωνίας. Η ασάφεια δεν είναι ποτέ δημιουργική!