Ημουν τις προάλλες στο σουπερμάρκετ παρέα με τη βαρυγκώμια που συνήθως συνοδεύει τους ανθρώπους οι οποίοι συντηρούν νοικοκυριά του ενός ατόμου όταν επισκέπτονται αυτές τις «εύφορες κοιλάδες» βουτυράτης οικογενειακής ευτυχίας. Είναι που ξέρω εκ των προτέρων ότι τα μισά από αυτά που θα αγοράσω δεν θα προλάβω να τα καταναλώσω πριν από την ημερομηνία λήξης και δεν το αντέχει η συνείδησή μου σε εποχή κρίσης. Τέλος πάντων.

Στάθηκα αφηρημένη στο ράφι με τα αλάτια. Προφανώς κάτι άλλο έψαχνα, αλλά σιγά σιγά ένιωσα ότι μετουσιωνόμουν σε μετανοούσα καθολική μπροστά στην Πιετά του Μιχαήλ Αγγέλου. Τέτοιο δέος και συντριβή! Το ροζ αλάτι Ιμαλαΐων ήταν εκεί, απέναντί μου, και με έφερνε αμείλικτα προ των ευθυνών μου. Εγώ γιατί δεν το έχω αγοράσει ακόμη; Το άρπαξα σαν αντίδωρο και το έβαλα στο καροτσάκι πάνω πάνω, μαζί με τα αβγά, λες και υπήρχε φόβος να σπάσει. Από τότε σέρνεται στο τραπέζι της κουζίνας (γιατί να το χρησιμοποιήσω δεν παίζει) αφού ακόμη δεν έχω καταλήξει αν πρέπει να το βάλω στο ντουλάπι με τα μπαχαρικά ή να το στολίσω καταμεσής του σαλονιού. Είναι, σου λέει, must!

Το ροζ αλάτι Ιμαλαΐων είναι ένα από τα κομματάκια του παζλ της αλλοπρόσαλλης και υπερβατικής καθημερινότητάς μας. Μπήκε στη ζωή μας προϊούσης της κρίσης με όχημα τις σπονσοραρισμένες εκπομπές μαγειρικής. Συγχαρητήρια στον άνθρωπο που το εισάγει αφού φαίνεται ότι πάνε καλά οι δουλειές του και το «τοποθέτησε» στις περισσότερες από αυτές. Και οι τηλεμάγειροι, ποιούμενοι την ανάγκην φιλοτιμίαν, το βάζουν ακόμη και σε γλυκά. Νόμος (τηλεοπτικός) είναι το δίκιο του πελάτη. Τέλος!

Ετσι δεν λειτουργεί η διαφήμιση; Σου δημιουργεί μια ανάγκη που ουδέποτε είχες και μετά αισθάνεσαι περιθωριοποιημένος αν δεν την ικανοποιήσεις. Μια ανεπαίσθητη απόχρωση στη γεύση μετουσιώνεται ύπουλα σε κοινωνικό πρόσημο. Ξεχνάμε τι είχε γίνει πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια με το μπαλσάμικο που οξείδωσε τις σαλάτες στις περισσότερες ελληνικές ταβέρνες;

Δεν ξέρω αν μπορώ να ζήσω πλέον χωρίς ροζ αλάτι Ιμαλαΐων. Υπόσχομαι ότι θα την παλέψω. Δεν μπορώ όμως να μη θυμηθώ μια ατάκα από μια επιθεώρηση της Ελεύθερης Σκηνής: «Εσείς τα Μουράνο από πού τα μάθατε;».