Δεν νομίζω να υπήρξε άλλη περίοδος στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας με τόσους πανεπιστημιακούς στην κυβέρνηση, στη Βουλή, μέχρι και στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Μόνο στην κυβέρνηση να σκεφτείτε, μέτρησα δεκατρείς πανεπιστημιακούς!

Εντάξει, υπήρχαν και παλαιότερα πανεπιστημιακοί, οι οποίοι μετοικούσαν στην πολιτική, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, για να σταθώ σε δύο παραδείγματα. Και από τις νεότερες γενιές πολιτικών θα μπορούσα να αναφέρω τον Ευάγγελο Βενιζέλο και τον Ανδρέα Λοβέρδο. Αλλά, αυτό που συμβαίνει σήμερα ισοδυναμεί με μια επέλαση των πανεπιστημιακών στην πολιτική.

Δεν νομίζω να υπάρχει άλλη χώρα, τουλάχιστον στην Ευρώπη, με τόσους πανεπιστημιακούς στην κυβέρνησή της. Η Ελλάδα είναι μοναδικό φαινόμενο. Σε όλες τις άλλες χώρες οι πανεπιστημιακοί αντιλαμβάνονται ότι η προσφορά τους στην κοινωνία είναι διαφορετική και η συμβολή τους στην πολιτική έμμεση.

Την ίδια στιγμή η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί εδώ και χρόνια μια ατέλειωτη και αδιέξοδη συζήτηση για την παιδεία και την κατάσταση των πανεπιστημίων. Ακούει κραυγές απόγνωσης για καταλήψεις, για παρεμπόδιση των συνεδριάσεων της Συγκλήτου, για την ασυδοσία των κομματικών φοιτητικών οργανώσεων. Πώς όμως να αλλάξει αυτή η κατάσταση, όταν οι ίδιοι οι πανεπιστημιακοί εγκαταλείπουν τα πανεπιστήμια και τρέχουν σε υπουργικές καρέκλες και σε βουλευτικά έδρανα;

Το πιο κραυγαλέο παράδειγμα είναι ο πρύτανης του Καποδιστριακού που ανέλαβε τα καθήκοντά του με υποσχέσεις και τυμπανοκρουσίες ότι θα επέβαλλε περιφρούρηση στο πανεπιστήμιο και θα χαλιναγωγούσε τις παρεμβάσεις των οργανωμένων φοιτητικών ομάδων στη λειτουργία του. Δεν πέρασαν έξι μήνες από την ανάληψη των καθηκόντων του και βρέθηκε επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας πολιτικού κόμματος.

Ηδεύτερη συζήτηση που έχει ξεσπάσει πρόσφατα είναι η συζήτηση περί αριστείας. Τη διεξάγουμε χωρίς να σκεφτόμαστε ότι το να κάνεις διδακτορικό, να εκλεγείς σε μια πανεπιστημιακή έδρα, να ασχολείσαι με την έρευνα, τη διδασκαλία και τη συγγραφή, είναι μια αλληλουχία αριστείων, που ορισμένοι πανεπιστημιακοί θυσιάζουν για μια έδρα στο Υπουργικό Συμβούλιο ή στη Βουλή. Συνεπώς, γιατί ο συγκεκριμένος υπουργός, που τυγχάνει να είναι πανεπιστημιακός, να έχει εκτίμηση στην αριστεία;

Ενας καθηγητής πανεπιστημίου δεν βγαίνει στη σύνταξη όπως ένας δάσκαλος δημοτικού ή ένας καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης. Μπορεί και μετά τη συνταξιοδότησή του να συνεχίσει και την έρευνα και το συγγραφικό του έργο, ακόμα και τη διδασκαλία του. Αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που τον σπρώχνει να ανταλλάξει όλα αυτά με μια υπουργική καρέκλα.

Η κρίση που μας ταλανίζει από το 2010 είχε, μεταξύ άλλων, και την παράπλευρη απώλεια της αξιοπιστίας του πολιτικού μας συστήματος. Σύμφωνοι, αλλά η λύση γι’ αυτό το δυσάρεστο και άκρως επικίνδυνο γεγονός δεν είναι να αναλάβουν οι πανεπιστημιακοί ως υποκατάστατα των πολιτικών.

Στο κάτω κάτω έως τώρα, εγώ τουλάχιστον, δεν έχω δει κανέναν πανεπιστημιακό να κυριαρχεί στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, με εξαίρεση τον Ανδρέα Παπανδρέου. Οι υπόλοιποι σπανίως ξεπέρασαν το επίπεδο του μετρίου.

«Τι ζητούσες στη Λάρισα, συ, ένας Υδραίος;» αναρωτιέται ο Εγγονόπουλος στο «Μπολιβάρ». Παραφράζοντας το ποίημά του θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς τι δουλειά έχουν οι πανεπιστημιακοί στην πολιτική.

Εντάξει, δεν υποστηρίζω ότι οι επιστήμονες πρέπει να αναλώνουν τη ζωή τους στη μούχλα του σπουδαστηρίου, όπως ο Φάουστ του Γκαίτε. Είναι όμως ανάγκη να την αναλώνουν τρέχοντας από το ένα τηλεοπτικό κανάλι στο άλλο;

Κάποια στιγμή θα πρέπει να δούμε την κατάσταση, στην οποία βρισκόμαστε στις σωστές διαστάσεις της. Η κρίση που ταλανίζει τη χώρα δεν είναι μια κρίση αμιγώς οικονομική, αλλά μια γενικότερη κρίση. Είναι και κρίση παιδείας, και κρίση αξιών, και κρίση πολιτισμική.

Είναι πολύ φυσικό να μας απασχολεί σχεδόν αποκλειστικά η οικονομική κρίση, γιατί αυτήν αισθάνονται καθημερινά οι πολίτες στο πετσί τους. Θα ήταν όμως λάθος να πιστέψουμε πως, όταν φύγουν τα Μνημόνια και οι τρόικες, ή οι «θεσμοί», όπως τους λέμε τώρα, η κρίση θα εξαφανιστεί ως διά μαγείας. Θα συνεχίσει να είναι μαζί μας με εκείνες τις πτυχές της, που δεν αγγίζει η οικονομική πολιτική, αλλά είναι εξίσου κρίσιμες.

Η κρίση προξενεί αποπροσανατολισμούς και φυγόκεντρες τάσεις. Πιστεύω ότι η μετοίκηση ορισμένων πανεπιστημιακών στην πολιτική οφείλεται εν πολλοίς σε μια φυγόκεντρη τάση.

Ας μην αδικώ, ωστόσο, τους πανεπιστημιακούς. Δεν είναι οι μόνοι. Ενας φίλος συγγραφέας ήταν μέλος της προηγούμενης Βουλής. Οταν δεν επανεκλέχτηκε στις πρόσφατες εκλογές, δήλωσε ότι επιστρέφει στο γράψιμο. Η αντίδρασή μου, όταν διάβασα τη δήλωσή του, ήταν να του πω: «Τι ήθελες κι έφυγες;».

Στο νυν Υπουργικό Συμβούλιο δεν υπάρχουν συγγραφείς, υπάρχουν όμως δύο αναπληρωτές υπουργοί, που είναι και ποιητές. Παλιά είχαμε τον σανδαλοποιό-ποιητή Σταύρο Μελισσινό. Δεν ήταν μόνο συμπαθής, αλλά και καλός ποιητής. Φαίνεται πως τώρα η ποίηση αναβαθμίστηκε και έχουμε υπουργούς-ποιητές. Ο αναπληρωτής υπουργός Παιδείας Τάσος Κουράκης συνδυάζει και τις τρεις ιδιότητες: είναι και υπουργός, και πανεπιστημιακός, και ποιητής. Ενα ολοκληρωμένο τρίπτυχο.

Μπορεί το ύφος μου να ακούγεται ειρωνικό, αλλά σας διαβεβαιώ ότι όλα αυτά δεν τα γράφω με την παραμικρή διάθεση ειρωνείας. Αντίθετα, τα αντιμετωπίζω με μεγάλη ανησυχία και έντονο προβληματισμό.

Η υπέρβαση της κρίσης, κυρίως μιας κρίσης που εκδηλώνεται με τέτοια οξύτητα όπως η δική μας, δεν αντιμετωπίζεται μόνο με πολιτικές αποφάσεις και δράσεις. Χρειάζεται παράλληλα και μια συνειδητοποιημένη κοινωνία πολιτών. Η συμβολή των πανεπιστημιακών, των συγγραφέων, των ποιητών και της τέχνης γενικότερα είναι πολύ πιο καθοριστική στη συγκρότηση και τη λειτουργία της κοινωνίας των πολιτών από τη συμμετοχή τους στην ενεργό πολιτική.

Οι πολίτες έχουν ανάγκη από την κριτική ματιά πάνω στην πολιτική και στην κοινωνία, την οποία οφείλουν να προσφέρουν συγγραφείς, καλλιτέχνες και διανοούμενοι. Εκεί προσφέρουν πολύ περισσότερα. Η πολιτική είναι δουλειά άλλων.

Από την άλλη, όμως, ζούμε σε μια κοινωνία, στην οποία πολιτικοί και πολίτες ταυτίζουμε πολύ συχνά την πολιτική με την πολιτικολογία.

Ο Πέτρος Μάρκαρης είναι συγγραφέας. Τα αστυνομικά βιβλία του με ήρωα τον αστυνόμο Χαρίτο έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και είναι παγκόσμια μπεστ σέλερ. Τελευταίο βιβλίο του στα ελληνικά: «Τίτλοι τέλους» (2014).