Η Σίμα Τζιλάνι δεν φοβόταν μήπως το μωρό πεθάνει. Ηξερε ότι θα πεθάνει. Φοβόταν μήπως δεν καταφέρει να το κρατήσει ζωντανό τόσο όσο έπρεπε για να πεθάνει στα χέρια της μητέρας του. Η μητέρα βρισκόταν ακόμα στο Μακάλεν, μια πόλη του Τέξας 15 χιλιόμετρα από τα σύνορα με το Μεξικό, αλλά εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από εκεί όπου βρισκόταν ο γιος της, μαζί με την Τζιλάνι, στο Χιούστον. Εγκυος στον έβδομο μήνα, με την τετράχρονη κόρη της στην αγκαλιά, είχε διασχίσει ερήμους γεμάτες κογιότ και έναν ποταμό γεμάτο φίδια στις όχθες. Είχε αφήσει πίσω της, έτσι είπε στην Τζιλάνι, έναν βίαιο σύζυγο και συμμορίες που είχαν απειλήσει, αμφότεροι, να βιάσουν και να σκοτώσουν την ίδια και τα παιδιά της. Κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, είχε καταφέρει να γλιτώσει από τους ναρκέμπορους, τους εμπόρους όπλων και το αφόρητο ταξίδι. Και έτσι το μωρό της γεννήθηκε στη «σωστή» πλευρά των συνόρων. Λίγο μετά, ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι έπασχε από σύνδρομο υποπλαστικής αριστερής καρδιάς. Μια ομάδα «ιπτάμενων γιατρών», ανάμεσά τους η παιδίατρος Σίμα Τζιλάνι, το μετέφερε σε ένα διεθνούς φήμης νοσοκομείο στο Χιούστον. Οι γιατροί αποφάνθηκαν ότι το βρέφος είχε ελάχιστες πιθανότητες επιβίωσης, θα απαιτούνταν τουλάχιστον τρεις επεμβάσεις· και πάλι, αν επιβίωνε, θα χρειαζόταν μεταμόσχευση· και πιθανόν να εμφάνιζε αναπτυξιακή υστέρηση. Οι γιατροί στο Χιούστον ήταν ωστόσο πρόθυμοι να κάνουν ό,τι μπορούσαν –αρκεί να ήταν δίπλα η μητέρα του ώστε να μάθει και πώς να το φροντίζει. Αλλά η μητέρα αποφάσισε να μην πάει. «Τι είδους μάνα είναι αυτή;» σκέφτηκε αυτομάτως η Τζιλάνι. Μόνο μετά κατάλαβε πως ήταν μια μητέρα χωρίς την πολυτέλεια της επιλογής. Αν επιχειρούσε να περάσει από το περίπλοκο δίκτυο των σημείων ελέγχου που χωρίζουν το Μακάλεν από το Χιούστον, διακινδύνευε να απελαθεί· διακινδύνευε επίσης να χάσει και την κόρη της από το «σύστημα» –πέραν του γιου της. Η Τζιλάνι, λοιπόν, βρέθηκε να κάνει το ανάποδο από ό,τι συνήθως. Να συνοδεύει ένα ετοιμοθάνατο παιδί πίσω στη μητέρα του. Η πτήση διήρκεσε μία ώρα –τη μεγαλύτερη ώρα της ζωής της, όπως έγραφε χθες η ίδια στους «Νιου Γιορκ Τάιμς». Αλλά, τελικά, κατάφερε να κρατήσει το βρέφος ζωντανό τόσο όσο έπρεπε για να πεθάνει, «ήσυχα και με αξιοπρέπεια» στα χέρια της μητέρας του. Είναι και αυτοί οι άνθρωποι που θυμώνουν επειδή δεν μπόρεσαν να κάνουν περισσότερα, όσο εμείς οι υπόλοιποι θυμώνουμε με τη χρήση του όρου «λαθρομετανάστες».