Νομίζαμε ότι ίδιον του Ελληνος, ο τράχηλος του οποίου ζυγόν δεν υπομένει, είναι κατά καιρούς να στέλνει διάφορα περήφανα «όχι». Σε πολλές περιπτώσεις της πρόσφατης Ιστορίας του ευρύτερου Ελληνισμού δόθηκε έμφαση σε περήφανες αρνήσεις, που συνήθως υποκινούνται από το θυμικό. Ενα τέτοιο «όχι», «στην εξάρτηση των Μνημονίων», εκπέμφθηκε αρκετά ηχηρά από ετερόκλητες πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, όταν εκδηλώθηκε με σφοδρότητα η κρίση.

Το «όχι» στα Μνημόνια έκρυψε καλά από πολλούς την πραγματικότητα της χρεοκοπίας. Η ρητορική αυτού του «όχι» αποδείχθηκε αποτελεσματική, επειδή υποτίθεται ότι εξηγούσε την κατάρρευση του επιπέδου της καθημερινής ζωής που είχε κατακτηθεί στη Μεταπολίτευση ενώ, ταυτόχρονα, επένδυε στην εθνική υπερηφάνεια που υποτίθεται καταπάτησαν οι εταίροι και δανειστές μας. Ετσι κέρδισε έδαφος η ρητορική της θυσίας. Στο όνομα της εθνικής και λαϊκής υπερηφάνειας ή/και στο όνομα του αντιιμπεριαλισμού, οι εταίροι στο ευρωπαϊκό εγχείρημα ονομάστηκαν εχθροί και οι πραγματικές αιτίες της χρεοκοπίας (μεταξύ των οποίων η ανοχή από κυβερνήσεις και πολίτες του πελατειακού χαρακτήρα της πολιτικής) απεκρύβησαν. Το αποτέλεσμα το ζούμε, πέντε χρόνια τώρα. Χθεσινοί «αντιμνημονιακοί» άφηναν παράμερα το περήφανο «όχι» επιλέγοντας, στο όνομα της εξουσίας, ανόρεχτα, να «υποτάξουν» τους στόχους της χώρας στον κανόνα της επιβίωσης –με αποτέλεσμα μισές δουλειές, παλινωδίες, παράταση της εκκρεμότητας. Ώς σήμερα.

Μόνο που σήμερα το «όχι», το υπερόπλο του δήθεν περήφανου εθνικού φαντασιακού μας, το πήραν οι εθνολαϊκιστές της Γερμανίας –που, μέσω της μεγάλης κυκλοφορίας λαϊκής «Bild», ζητούν από τους δικούς τους βουλευτές να πουν το δικό τους «νάιν» στην περαιτέρω χρηματοδότηση της χώρας μας. Για να αποδειχθεί ότι δεν είναι προς το συμφέρον μας να επενδύουμε στις φαντασιώσεις μας –επειδή φαντασιώσεις έχουν και οι άλλοι, και μπορεί να είναι μεγαλύτερες και εξίσου επικίνδυνες.