Project Syndicate

Η σκληρή πραγματικότητα της περασμένης χρονιάς δημιούργησε καινοφανείς προκλήσεις για τη Γερμανία και την εξωτερική πολιτική της. Η κρίση στην Ουκρανία βγήκε εκτός ελέγχου, με την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και την ακόλουθη στρατιωτική κλιμάκωση στην περιοχή του Ντονμπάς, στα ανατολικά, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη μεταπολεμική ευρωπαϊκή τάξη.

Και παρότι τα μέτρα που συμφωνήθηκαν πρόσφατα στο Μινσκ προσφέρουν την ευκαιρία έναρξης μιας πολιτικής διαδικασίας, άλλες κρίσεις –για παράδειγμα, η επιδημία του Εμπολα στη Δυτική Αφρική και η προέλαση του Ισλαμικού Κράτους –έχουν γεννήσει νέες, επείγουσες προκλήσεις.

Κατά πόσον η Γερμανία θα έπρεπε να αναλάβει μεγαλύτερες ευθύνες όσον αφορά την προσπάθεια επίλυσης ανάλογων ζητημάτων, είναι ένα ερώτημα που συζητείται πολύ τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας. Η Γερμανία εκτιμάται ευρέως για τη στράτευσή της στην προώθηση της ειρηνικής επίλυσης κρίσεων, της ευνομίας και ενός βιώσιμου οικονομικού μοντέλου.

Είναι όμως σαφές ότι οι εταίροι μας προσδοκούν για το μέλλον μια πιο ενεργητική, ίσως και πιο σθεναρή γερμανική εξωτερική πολιτική. Οι προσδοκίες είναι υψηλές, ίσως υπερβολικά υψηλές κάποιες φορές. Εναπόκειται λοιπόν στον γερμανικό λαό να απαντήσει στις δύσκολες ερωτήσεις: Πού βρίσκονται τα συμφέροντά μας; Πόσο μακριά φτάνουν οι ευθύνες μας; Ποιο, με δυο λόγια, είναι το DNA της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής;

Οι βασικές αρχές της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής –η στενή συνεργασία με τη Γαλλία εντός της ενωμένης Ευρώπης και μια ισχυρή διατλαντική συμμαχία όσον αφορά τόσο την ασφάλεια όσο και την οικονομική συνεργασία –έχουν αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου και θα παραμείνουν ακρογωνιαίος λίθος της προσέγγισής μας.

Τώρα όμως πρέπει να αντιμετωπίσουμε τρεις κρίσιμες προκλήσεις: τη διαχείριση κρίσεων, τη μεταβαλλόμενη παγκόσμια τάξη και τη θέση μας εντός της Ευρώπης.

Απέναντι στις κρίσεις, η γερμανική εξωτερική πολιτική πρέπει να επικεντρωθεί ακόμα πιο έντονα στη συμφιλίωση, στη διαμεσολάβηση και στην πρόληψη, ειδάλλως θα κινδυνεύσει να βρεθεί με μοναδική επιλογή τον έλεγχο των ζημιών. Η Γερμανία είναι πρόθυμη να κάνει περισσότερα σε αυτό τον τομέα διεθνώς.

Θέλουμε να δρούμε πιο γρήγορα, πιο αποφασιστικά και πιο ουσιαστικά. Θα εξετάσουμε πώς μπορούμε να βοηθήσουμε καλύτερα τον ΟΗΕ στη διασφάλιση και στην οικοδόμηση της ειρήνης. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε, με αυτοσυγκράτηση και σύνεση –όχι με ένα αντανακλαστικό «nein» –το δύσκολο ερώτημα κατά πόσον είναι απαραίτητα τα στρατιωτικά μέσα για τη διασφάλιση πολιτικών λύσεων.

Δεν γνωρίζουμε πού και πότε θα ξεσπάσει η επόμενη κρίση, γνωρίζουμε όμως ότι θα ξεσπάσει και ότι πρέπει να είμαστε τότε καλύτερα προετοιμασμένοι.

Ωστόσο η εξωτερική πολιτική δεν πρέπει να επικεντρώνεται αποκλειστικά στις κρίσεις. Οφείλει να προετοιμάζεται και για μελλοντικά σενάρια. Και επειδή η Γερμανία είναι συνδεδεμένη με τον υπόλοιπο κόσμο όπως λίγες άλλες χώρες, η στράτευση σε μια δίκαιη, ειρηνική και ανθεκτική διεθνή τάξη αποτελεί θεμελιώδες συμφέρον της εξωτερικής πολιτικής μας.

Αυτό σημαίνει προσαρμογή στις μακροχρόνιες αλλαγές που επιτελούνται στις παραμέτρους της υφιστάμενης τάξης –αλλαγές τις οποίες έχει φέρει, πάνω από όλα, η ταχεία άνοδος της Κίνας.

Καθώς μετατοπίζονται οι τεκτονικές πλάκες της παγκόσμιας πολιτικής, η Γερμανία πρέπει να προσδιορίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τη συνεισφορά της στη διατήρηση των υφιστάμενων δομών της διεθνούς τάξης και στην εγκαθίδρυση νέων. Πρέπει να συλλογιστούμε βαθύτερα όσον αφορά τους τρόπους προστασίας πολύτιμων δημόσιων αγαθών: των θαλασσών, του Διαστήματος και του Ιντερνετ.
Σε οποιαδήποτε αποτελεσματική στρατηγική ειρήνης για τον 21ο αιώνα, η εξωτερική πολιτική πρέπει να επικεντρώνεται ταυτόχρονα στην αποτροπή κρίσεων και στη διπλωματία και να υποστηρίζει προσπάθειες υπέρ της αλλαγής.

Για τη Γερμανία, όλοι αυτοί οι στόχοι πρέπει να επιδιωχθούν εντός του πλαισίου μιας ισχυρής και ολοκληρωμένης Ευρωπαϊκής Ενωσης, στην οποία αναλαμβάνουμε τις ηγετικές μας ευθύνες για παγκόσμια ειρήνη και ευημερία. Η Γερμανία έχει πολλά να προσφέρει στον κόσμο και θα το κάνουμε με αυτοπεποίθηση και ταπεινότητα.

Ο Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ είναι ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας

Η ΕΕ πρέπει να επωφελείται της γερμανικής ισχύος

Η Ευρώπη παραμένει το θεμέλιο της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Και εδώ, όμως, νέες προκλήσεις απαιτούν νέες απαντήσεις.

Πάνω από όλα, πρέπει να αποτρέψουμε ένα στρατηγικό δίλημμα που θα υποχρέωνε τη Γερμανία να αποφασίσει ανάμεσα στην ανταγωνιστικότητά της σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Η Ευρώπη πρέπει να επωφελείται της γερμανικής ισχύος, ακριβώς όπως επωφελούμαστε εμείς της ευρωπαϊκής ισχύος. Ως η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, πρέπει να επενδύσουμε στην ολοκλήρωση. Αυτή είναι η πηγή της δύναμής μας.