Θα ήταν μια βαρετή συνεδρίαση. Αλλά φαίνεται ότι πια καμία συνεδρίαση της Βουλής δεν θα είναι βαρετή. Ας είναι καλά το Προεδρείο.

Προχθές το Προεδρείο προκάλεσε τετράωρο πανδαιμόνιο. Ο λόγος; Είχε προτείνει να αναβληθεί η συζήτηση επειδή η άρνηση του εισαγγελέα να δώσει άδεια στους προφυλακισμένους βουλευτές της Χρυσής Αυγής στερούνταν επαρκούς αιτιολογίας.

Η Πρόεδρος της Βουλής εμφανίστηκε να εισηγείται μια δική της ερμηνεία του Συντάγματος την οποία δεν μπόρεσε να στηρίξει ούτε καν το κόμμα της. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Στην ίδια ισχνή μειοψηφία είχε βρεθεί η Ζωή Κωνσταντοπούλου και όταν είχε ψηφίσει «παρών» στη διάταξη που άνοιγε τον δρόμο για να διακοπεί η χρηματοδότηση της Χρυσής Αυγής.

Η βουλευτής Κωνσταντοπούλου έχει βεβαίως τη δική της άποψη για το πώς πρέπει ή δεν πρέπει να αμυνθεί η δημοκρατία απέναντι στους εχθρούς της. Οι ενστάσεις αρχίζουν όταν φαίνεται ότι επιχειρεί να επιβάλει αυτή την άποψη στο Σώμα από το ύψος του νέου της αξιώματος. Και όταν το κάνει με ένα στυλ που όλοι οι υπόλοιποι εκλαμβάνουν ως εμπρηστικό.

Η αλήθεια είναι ότι από τη μοναξιά της νέας της έδρας, η Κωνσταντοπούλου δεν μπορεί εύκολα να εμμείνει στους τρόπους της παρθενικής της θητείας. Τώρα δεν υπάρχει κανείς αντιθεσμικός να της κλείσει το μικρόφωνο, κανείς βάναυσος να την προσβάλει με τον θυμό του ή τον σεξισμό του. Αχρηστεύεται, έτσι, το αντανακλαστικό της αυτοθυματοποίησης. Μιας αυτοθυματοποίησης που ήταν αποδοτική, παρ’ ότι αντιφατική με τη θέση μιας πολιτικού που ξεκίνησε την καριέρα της κάθε άλλο παρά ανυπεράσπιστη.

Με αυτό το μείγμα –τη μια στιγμή άτεγκτη και την άλλη ευάλωτη –η Κωνσταντοπούλου κατάφερε να γίνει κάτι παραπάνω από υπολογίσιμο στέλεχος στο συριζαϊκό στερέωμα. Γι’ αυτό και κάποιοι ερμήνευσαν τον διορισμό της στη Βουλή ως βελούδινο αποκλεισμό της από την πρώτη γραμμή της κυβέρνησης. Ο Τσίπρας, έλεγαν, δεν μπορούσε ούτε να την αγνοήσει ούτε να της εμπιστευτεί ένα χαρτοφυλάκιο όπως της Δικαιοσύνης. Η εκτίμηση ότι είναι απρόβλεπτη και πιθανώς ανεξέλεγκτη ενισχύεται αν επιβεβαιωθεί η ετοιμότητά της να αντιταχθεί στην κυβερνητική γραμμή στη χθεσινή συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας.

Στη Βουλή, πάντως, δεν δείχνει δυσαρεστημένη. Το αντίθετο. Σεμνύνεται σε κάθε πρωτοπρόσωπη πρόταση που ξεκινά με την επωδό «ως Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων…». Και δεν δείχνει να εμποδίζεται από το εθιμικό κοστούμι του αξιώματος. Ο ζήλος της απειλεί να εξαπλωθεί σε πεδία αδοκίμαστα για τον θεσμό. Σε διώξεις για το Μνημόνιο, επιτροπές για τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων, επιτροπές λογιστικού ελέγχου για το χρέος.

Είναι εύκολο να υποπέσει κανείς σε ρηχούς ψυχολογισμούς για έναν πολιτικό σαν την Κωνσταντοπούλου. Εχει ήδη υποστεί πολλές τέτοιες προσεγγίσεις –με πιο πρόσφατο τον υπαινιγμό ότι η ιδιοσυγκρασία της δεν ταιριάζει σε μια θεσμική αποστολή στην οποία μπορεί κανείς να διαπρέψει μόνο απαρατήρητος. Μόνο χαμηλόφωνος και αμέτοχος της δράσης.

Το ταμπεραμέντο δεν είναι από μόνο του πολιτικό πρόβλημα. Αρκεί να μη μεταμορφώνει τον ρυθμιστή σε ακτιβιστή. Αρκεί να μην καμουφλάρει ως θεσμικό πουριτανισμό τον πιο παλαιοκομματικό φανατισμό.