Τα χθεσινά γεγονότα στην Κοπεγχάγη κάνουν ακόμα μια φορά επίκαιρο το αίτημα υπεράσπισης της ανοιχτής κοινωνίας και των ελευθεριών της. Από το πλαίσιο των ελευθεριών αυτών, πάντως, απορρέει και το δικαίωμα στην κριτική. Κατά συνέπεια, έχει νόημα η προσέγγιση σε ένα θέμα έκφρασης που προσφάτως απασχόλησε αρκετά τη δημόσια συζήτηση.

Πριν από μέρες δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα του κυβερνώντος κόμματος μια γελοιογραφία, όπου εμφανίζεται ο Σόιμπλε, σαν σύγχρονος Ναζί, να απειλεί τους Ελληνες. Η εφημερίδα δικαιολόγησε τη δημοσίευση στο όνομα της ελευθερίας, στο κάτω κάτω δεν «είμαστε Σαρλί»; Για το σκίτσο διαμαρτυρήθηκε μέχρι και ο Σόιμπλε, ο εκπρόσωπός του μίλησε για έκφραση που «δείχνει καταφρόνηση προς τους ανθρώπους». Εύλογο. Εστω και ως μεταφορά δεν είναι εύκολο να δεχτείς την κατηγορία του σύγχρονου Ναζί –όταν μάλιστα δεν είσαι Ναζί, ούτε εσύ ούτε η χώρα σου, κι όταν από το 1945, μετά την ήττα του χιτλερισμού, η Γερμανία συστηματικά αναμετράται με το συλλογικό τραύμα.

Στη δύσκολη και ευαίσθητη δουλειά στον Τύπο, κάθε ΜΜΕ έχει δικαίωμα να σταθμίζει τις συνέπειες από κάθε δημοσίευμα και να αρνείται συνεργασίες είτε διότι βρίσκονται στον ιδεολογικό αντίποδά τους είτε διότι είναι ανακριβείς είτε διότι είναι ατεκμηρίωτες είτε διότι κρίνονται άστοχες είτε επειδή δεν χωράνε.

Αλλά δεν «είμαστε Σαρλί»; Δεν δημοσιεύουμε τα πάντα; Κατά τη γνώμη μου, η κοινωνία δικαιούται να έχει πρόσβαση στα πάντα. Αλλά κάθε εκδοτικός μηχανισμός οφείλει να προασπίζει την ταυτότητά του. Μια αξιοπρεπής εφημερίδα, π.χ., με θεσμικό μάλιστα ρόλο, προσέχει διπλά: σχόλια που μπορούν να διαταράξουν σχέσεις είναι εξίσου δύσπεπτα με ένα ρατσιστικό κήρυγμα. Ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ήδη, όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος του «Στερν» Αντρέας Πέτζολντ που τον ρώτησε, το παραδέχτηκε.

Ορθώς. Διότι ελευθερία δεν σημαίνει κατάργηση των κριτηρίων.