Εβδομήντα –τριάντα. Τα ποσοστά μέχρι προχθές αποτύπωναν τον εσωκομματικό συσχετισμό πλειοψηφίας και μειοψηφίας στον ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα συνοψίζουν τους πρώτους ενδοκυβερνητικούς κλυδωνισμούς στο δίπολο Γιάνη Βαρουφάκη – Παναγιώτη Λαφαζάνη.

Ηταν η οξύτερη διαφωνία του τριημέρου των προγραμματικών –με τον υπουργό Παραγωγικής Ανασυγκρότησης να διακηρύττει «Μνημόνιο τέλος» και τον υπουργό Οικονομικών να επιμένει ακόμη και στη δευτερολογία του ότι από το Μνημόνιο μόνο το 30% είναι τοξικό. Ιδίως ο τόνος του Λαφαζάνη όχι μόνο δεν προσπάθησε να αποσιωπήσει τη διαφωνία, αλλά έκανε τα πάντα για να της δώσει χαρακτήρα ηχηρής προειδοποίησης, μιλώντας ως αυθεντικός εκφραστής της κομματικής ορθοδοξίας.

Δεν είναι μια αιφνίδια αντιπαράθεση. Χρονολογείται τουλάχιστον από την περιβόητη ομιλία του Τέξας –όπου υπό την επιρροή Βαρουφάκη ο Τσίπρας είχε δηλώσει πίστη στο ευρώ. Η Αριστερή Πλατφόρμα είχε εμποδίσει την ένταξη του Βαρουφάκη στην ευρωλίστα του ΣΥΡΙΖΑ τον Μάιο. Και πριν από τις εκλογές συναίνεσε στην υποψηφιότητά του, μόνο αφότου εξασφάλισε ανταλλάγματα (λέγε με Λαπαβίτσα).

Η αλήθεια είναι ότι οι δύο βρέθηκαν κάπως απροσδόκητα υπουργοί στην ίδια κυβέρνηση. Εχουν θεμελιώδεις –τόσο θεμελιώδεις, που μπαίνει κανείς στον πειρασμό να πει οντολογικές –διαφορές. Τι σχέση έχει ένας παλιός στρατιώτης που ακολούθησε με ευλάβεια όλη τη μεταπολιτευτική περιπέτεια της Αριστεράς από τα έγκατα των κομματικών οργανώσεων με τον νεοπροσήλυτο συνάδελφό του –που μόλις πριν από δύο εβδομάδες αποφάσισε να επιστρατεύσει πολιτικά τη φωτογένειά του;

Θα μπορούσε να είναι μια συνηθισμένη περίπτωση κυβερνητικής πολυφωνίας, αν την εισέπραττε μόνο το εσωτερικό ακροατήριο. Τα μηνύματα όμως μεταφράζονται ακαριαία και στ’ αφτιά των εταίρων. Δεν πρόκειται μόνο για επικοινωνιακή σύγχυση. Αλλά και για την έκφραση της απόστασης μεταξύ του προγράμματος της Θεσσαλονίκης –που εξακολουθεί να έχει περιωπή αγίας γραφής για ένα μέρος του κόμματος –και των συμβιβασμών που θα απαιτήσει μια νέα συμφωνία με την Ευρώπη.

Προεκλογικά, πολλοί προεξοφλούσαν ένα τέτοιο σχίσμα μεταξύ «ρεαλιστών» και «μαξιμαλιστών» στον ΣΥΡΙΖΑ. Ομως, σε δεύτερη ανάγνωση οι ομοιότητες μπορεί και να επισκιάζουν τις διαφορές. Λαφαζάνης και Βαρουφάκης μοιάζουν να αντλούν από το ίδιο παλαιό ρεπερτόριο. Τους ενώνει η βεβαιότητα ότι μπορεί να αποδώσει μια διαπραγμάτευση «πολιτική» –που δεν θα συρθεί στο ευτελές «τεχνοκρατικό» επίπεδο. Η προσδοκία ότι μπορούν να βρεθούν χρηματοδοτικά ερείσματα εκτός ευρωζώνης. Η πεποίθηση ότι οι προεκλογικές δεσμεύσεις μπορούν να κατισχύσουν επί των δανειακών καταναγκασμών και της δημοσιονομικής πραγματικότητας.

Ολα αυτά ανήκουν σε μια ιστορία πολύ κοντινή για να λησμονηθεί. Αλλά και αρκετά μακρινή για να μπορεί να επαναληφθεί σαν να μην είχε συμβεί.