Ποτέ δεν είναι αργά για να γίνεις υπουργός. Αλλά και ποτέ δεν είναι νωρίς. Το αποδεικνύει η ηλικιακή γκάμα της νέας κυβέρνησης που στη μία άκρη έχει τους εκπροσώπους της γενιάς του Πολυτεχνείου και στην άλλη τον 34χρονο Γαβριήλ Σακελλαρίδη.

Οι περισσότεροι από τους συναδέλφους του κυβερνητικού εκπροσώπου ήταν πολιτικοποιημένοι ήδη από την εποχή της δικτατορίας. Οταν γεννήθηκε ο Σακελλαρίδης, η Αριστερά όχι απλώς δεν διωκόταν αλλά ήταν ήδη μόδα. Το δικό της αντι-λαϊφστάιλ είχε ορίσει τη νεολαιίστικη κουλτούρα της Μεταπολίτευσης –και εξακολουθούσε να κυριαρχεί όταν ο Σακελλαρίδης ενηλικιώθηκε πολιτικά στη Νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο οικονομολόγος που μπήκε με τζιν και τρακαρισμένο βήμα στο Μαξίμου προοριζόταν αρχικά για χαρτοφυλάκιο σχετικό με το επιστημονικό του αντικείμενο. Προτιμήθηκε να μπει στη βιτρίνα της κυβέρνησης ως φρέσκο πρόσωπο –με το οποίο ταυτίζεται απευθείας κι ένα μεγάλο μέρος της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ: οι συνομήλικοί του, που συμπιέζονται μεταξύ υποαμειβόμενης ημιαπασχόλησης και ανεργίας και στους οποίους ο Τσίπρας αφιέρωσε συμβολικά την πρώτη του ομιλία το βράδυ της εκλογικής του επικράτησης.

Ο Σακελλαρίδης δεν είναι μόνο η ηλικία του. Στη διεκδίκηση του Δήμου της Αθήνας ο άγνωστος έως τότε υποψήφιος μπήκε αναμασώντας τα κλισέ της Αριστεράς, δικαιώνοντας αρχικά τον χαρακτηρισμό του ως «κλώνου». Στην πορεία ωστόσο κατάφερε να διαμορφώσει ένα προσωπικό ύφος πολύ μετριοπαθέστερο από τα αντιπολιτευτικά ντεσιμπέλ του κόμματός του. Είναι ένα κεκτημένο που μπορεί να του φανεί χρήσιμο στην εκπροσώπηση της κυβέρνησης. Φαίνεται λιγότερο ΣΥΡΙΖΑ απ’ ό,τι είναι.

Η αποστολή του βέβαια δεν είναι εύκολη. Από τότε που η ελληνική πολιτική τάξη ανακάλυψε την επικοινωνία, φταίει για όλα η επικοινωνία. Το «περιτύλιγμα» έχει σε τέτοιον βαθμό φετιχοποιηθεί σαν να μπορούσε να υποκαταστήσει το «πακέτο». Οπως όλοι οι προκάτοχοί του, έτσι και ο Σακελλαρίδης πρέπει να είναι έτοιμος να φταίξει, ακόμη κι όταν φταίει το περιεχόμενο της πολιτικής.

Η επιπλέον επιβαρυντική συνθήκη για το επικοινωνιακό επιτελείο της κυβέρνησης είναι ότι δεν έχει μόνο να κερδίσει το εσωτερικό ακροατήριο. Πρέπει και να αντέξει στους προβολείς των ΜΜΕ όλου του κόσμου. Είναι μια πρόκληση που γίνεται πιο δύσκολη όταν οι υπουργοί μιλούν με κεκτημένη από την προεκλογική περίοδο ταχύτητα, δίνοντας την εντύπωση ότι απευθύνονται ακόμη μόνο στην πελατεία τους. Χωρίς επίγνωση ότι, κυριολεκτικά, τους ακούει όλος ο κόσμος.

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν έχει βέβαια χρεωθεί τη χάραξη αυτής της στρατηγικής, αλλά την υλοποίησή της. Ως αυτοδίδακτος καλείται να πετύχει εκεί που απέτυχαν πριν από αυτόν κάποιοι επαγγελματίες της επικοινωνίας: να είναι το μέσο και όχι το μήνυμα. Με αυτήν την έννοια, είναι και ο ίδιος ένα από τα πολλά μικρά πειράματα που συνθέτουν το μεγάλο πείραμα.