«Ωστε ποιητής ο κύριος. Δεν έχω γνωρίσει ποτέ ποιητή. Να σημειώσω το όνομά του και να μου πείτε να αγοράσω ένα βιβλίο του. Δεν διαβάζω ποιήματα αλλά τον συμπάθησα και θα διαβάσω τα δικά του. Σαν μικρό παιδί μοιάζει. Θα το πω αύριο στην κυρά. «Χθες γνώρισα έναν ποιητή»».

Ηταν ένα από τα βράδια που γύριζα με το ταξί στο σπίτι μου αφού είχα αφήσει τον Γιάννη Κοντό στο δικό του. Ημασταν γείτονες και η διαδρομή ήταν κλασική. Ο ταξιτζής που μου το έλεγε το πολύ πολύ να διάβαζε αθλητική εφημερίδα. Ηταν όμως ειλικρινής. Λίγο πριν είχε ρωτήσει τον Κοντό τι δουλειά κάνει. Κι εκείνος είχε απαντήσει με τη χαρακτηριστική ένρινη, καμπανιστή φωνή του: «Ποιητής!».

Ετσι ήταν ο Γιάννης Κοντός που η ζωή με ευλόγησε να έχω προσωπική σχέση μαζί του. Ενα μεγάλο «μικρό παιδί»! Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν όταν το καλοκαίρι, με αφορμή τον θάνατο του Ρόμπιν Γουίλιαμς, ξανάβλεπα τον «Κύκλο των χαμένων ποιητών». Ο ποιητής που ήξερα εγώ δεν ήταν ένας αλλοπαρμένος αντάρτης του πνεύματος, δεν είχε εκρήξεις, δεν έβγαζε πύρινους λόγους. Ηταν ένας γλυκός, μετριοπαθής άνθρωπος που ενίοτε προσποιούνταν ότι φλερτάριζε ακόμη και με την αφέλεια. Και που κρύωνε πολύ. Γι’ αυτό φορούσε κασκόλ χειμώνα – καλοκαίρι. Του άρεσε να στήνει μικρές περιπαικτικές συνωμοσίες έστω και εις βάρος του. Μια από τις τελευταίες ήταν ότι γοήτευε εξαιρετικά τις γυναίκες. «Με είδε η ταμίας του σουπερμάρκετ και λιποθύμησε» μου είχε πει πριν από μερικούς μήνες. Και από τότε έγινε ο κωδικός μας όταν συναντιόμαστε. Αντί να τον χαιρετήσω, τον ρωτούσα: «Τι έπαθε η ταμίας Γιάννη;».

Αύριο θα τον αποχαιρετίσω. Και σκέφτομαι ότι βεβαίως σε εποχές οικονομικής κρίσης πρώτα φροντίζουμε να έχει φαγητό το πιάτο μας και μετά διαβάζουμε ποίηση. Αλλά υπάρχει μια διαφορά: το ταμειακό έλλειμμα είναι λογιστικό γεγονός που μπορεί να ισοσκελιστεί. Το έλλειμμα που αφήνει η απώλεια ενός ποιητή δεν ισοσκελίζεται ποτέ!