Μπορεί η Ελλάδα να αλλάξει την Ευρώπη; Ή το γνωστό προεκλογικό σύνθημα μαρτυρά «αλαζονεία και μέθη»;

Η απάντηση ίσως να μην είναι τόσο προφανής όσο δείχνει. Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα άλλαξε ήδη την Ευρώπη μια φορά, κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης. Και την άλλαξε για κακό και της ίδιας και της Ευρώπης.

Φλας μπακ: από τους πρώτους μήνες του 2009, το υβριστικό ακρωνύμιο PIIGS ήταν καθημερινά στα χείλη των ανθρώπων των αγορών και στους τίτλους των αναλύσεών τους. Το ερώτημα που έτρεχε σε απόρρητες εκθέσεις τραπεζών και στήλες εφημερίδων ήταν: ποια από τις χώρες της ευρωπεριφέρειας θα πέσει πρώτη; Σε αυτή την κούρσα με τον χρόνο, η Ιταλία και η Ισπανία είχαν ως ασπίδα το μέγεθός τους –ήταν too big to fall. Η Ιρλανδία και η Πορτογαλία έτρεχαν κόντρα στον χρόνο, υιοθετώντας περικοπές στις δημόσιες δαπάνες τους και μέτρα λιτότητας, με ευρεία συναίνεση, από τα τέλη του 2008. Και έτσι έμεινε η αμέριμνη, ανέμελη Ελλάδα να γίνει από τις αρχές του 2010 το πρώτο θύμα, το επίκεντρο μιας θύελλας που τελικά σάρωσε την ευρωζώνη ολόκληρη. Και ήταν το ιδανικό θύμα, ο τέλειος ένοχος.

Αν η Ελλάδα είχε αυτοπροστατευθεί, αν είχε αντιδράσει έγκαιρα, αν είχε κερδίσει τον αναγκαίο χρόνο, τότε πιθανότατα θα ήταν η Ιρλανδία η πρώτη χώρα που θα είχε ανάγκη εξωτερικής, ευρωπαϊκής βοήθειας για να αντιμετωπίσει τη χρεοκοπία της. Αλλά η Ιρλανδία ήταν μια χώρα με πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και μικρό δημόσιο χρέος, μια υποδειγματικά ενάρετη, δημοσιονομικά, χώρα. Το πρόβλημά της ήταν μια τραπεζική φούσκα κολοσσιαίων διαστάσεων και μια τρελή κούρσα στις τιμές των ακινήτων. Στη φούσκα αυτή, όμως, οι άλλοι Ευρωπαίοι ήταν ευθέως και προφανώς συνυπεύθυνοι. Οι γερμανικές landesbanken είχαν κάνει αγώνα δρόμου για να ανοίξουν υποκαταστήματα στο Δουβλίνο και να πάρουν μέρος στο πάρτι. Αν λοιπόν η Ιρλανδία έπεφτε πρώτη, η ευρωζώνη θα ήταν υποχρεωμένη να δει κατάματα τις αληθινές αιτίες της κρίσης. Θα ήταν υποχρεωμένη να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα ότι η εισαγωγή του ευρώ έκανε τις ευρωπαϊκές οικονομίες περισσότερο αποκλίνουσες παρά συγκλίνουσες. Η Γαλλία για παράδειγμα είχε το 1999, πρώτη χρονιά του ευρώ, εμπορικό πλεόνασμα 43 δισ. και η Γερμανία έλλειμμα 25 δισ. Δέκα χρόνια αργότερα, η Γαλλία είχε έλλειμμα 33 δισ. και η Γερμανία πλεόνασμα 141 δισ.! Και θα ήταν υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει αμέσως τις αδυναμίες της αρχιτεκτονικής του ευρώ, που το καθιστούσαν ένα «ορφανό νόμισμα», χωρίς κοινή οικονομική πολιτική, χωρίς κοινή διαδικασία ανάληψης χρέους και χωρίς αληθινή κεντρική τράπεζα.

Αλλά η πτώση της Ελλάδας, της μοναδικής χώρας στη ζώνη του ευρώ (ή και στον κόσμο, όπως γράφει ο Κρούγκμαν) που η χρεοκοπία της ήταν συνέπεια μιας δημοσιονομικής κραιπάλης, μιας ανεύθυνης σπατάλης δημόσιων πόρων για ιδιοτελείς σκοπούς, επέτρεψε στο Βερολίνο να «απαγάγει» κυριολεκτικά την Ευρώπη ολόκληρη. Να εμφανίσει την ελληνική ιδιαιτερότητα ως γενική αιτία, να επιβάλει ως ερμηνεία της κρίσης τη «δημοσιονομική αμαρτία» και ως θεραπεία τη «δημοσιονομική αρετή». Την αυστηρή λιτότητα.

Η Ελλάδα έγινε έτσι υπαίτια των δικών της δεινών –αφού χρησιμοποιήθηκε ως παράδειγμα τιμωρίας των αμαρτωλών. Μα ταυτόχρονα επέτρεψε στη γερμανική ορθοδοξία να παρασύρει όλη την ευρωπαϊκή πολιτική «διασώσεων» στον λάθος δρόμο, στον δρόμο της λιτότητας που οδήγησε σε δραματικές συνθήκες αποπληθωρισμού και ύφεσης. Η ευρωζώνη κινείται τώρα δύσκολα, αργά, με μεγάλες αντιστάσεις, στην αντίθετη κατεύθυνση. Με επίκεντρο όχι κάποια φανταστική «συμμαχία του Νότου» αλλά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επιχειρεί να διορθώσει το λάθος.

Το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί στην Ελλάδα μετά τις αυριανές εκλογές της θα ήταν να ενταχθεί, αξιόπιστα και δημιουργικά, με μια νέα κυβέρνηση και ευρύτερη συναίνεση σε αυτή την προσπάθεια διόρθωσης πορείας. Το χειρότερο, θα ήταν να γίνει, από τις ίδιες αμαρτίες του πολιτικού της συστήματος που προκάλεσαν το δυστύχημα του 2010, ξανά η αιτία για να εμποδίσει το Βερολίνο την αναγκαία διόρθωση. Θα το πληρώναμε, άλλωστε, και πάλι πρώτοι εμείς.