Είναι 26 Αυγούστου του 1944, λίγο μετά την Απελευθέρωση. Με διάταγμά του, ο στρατηγός Ντε Γκολ θεσμοθετεί ένα νέο αδίκημα, την «εθνική αναξιότητα». Εχει αναδρομική ισχύ, αντιβαίνει δηλαδή στο άρθρο 8 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, που ορίζει πως «κανείς δεν μπορεί να τιμωρηθεί παρά με νόμο που είχε θεσπιστεί πριν από το αδίκημα». Εχει όμως και πολιτική δικαιολογία. «Εθνικά ανάξιοι» κρίνονται όσοι συνεργάστηκαν άμεσα ή έμμεσα με τους Ναζί μετά τις 16 Ιουνίου του 1940 –ακόμα και αν οι πράξεις τους δεν εμπίπτουν στο κοινό ποινικό δίκαιο. Συνολικά 50.223 Γάλλοι, ανάμεσά τους και ο στρατάρχης Πετέν, ο επικεφαλής του Βισί, θα χάσουν έτσι τα «πολιτικά και ατομικά δικαιώματά» τους, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, της συμμετοχής σε συνδικάτα και επαγγελματικές ενώσεις καθώς και της άσκησης πολλών λειτουργημάτων και επαγγελμάτων, «ισόβια ή προσωρινά, για τουλάχιστον πέντε χρόνια»· μέχρι το 1951, οπότε δόθηκε αμνηστία και το αδίκημα της «εθνικής αναξιότητας» έπαψε να υφίσταται, καθότι είχε φέρει πολλές δυσκολίες και περιπλοκές.

Πέρασαν 64 χρόνια. Τον περασμένο Νοέμβριο, θυμήθηκαν ξαφνικά την ποινή αυτή και την πρότειναν για τους γάλλους τρομοκράτες δύο από τους δεξιότερους βουλευτές του δεξιού UMP. Κανείς δεν έδωσε σημασία. Υστερα ήρθαν όμως οι επιθέσεις των τζιχαντιστών και τα «Είμαι Charlie». Η χώρα έπρεπε να οχυρωθεί καλύτερα. Η κυβέρνηση προετοίμαζε προτάσεις. Για να συνεχίσει να υπάρχει, το UMP ξέθαψε ένα σύμβολο: ανάμεσα στα 12 μέτρα που παρουσίασε ως «αναγκαία για την ασφάλεια των Γάλλων» ήταν και το αδίκημα της εθνικής αναξιότητας. Η Κοινοβουλευτική Ομάδα των Σοσιαλιστών δήλωσε υπέρ. Ο γάλλος πρωθυπουργός το σκεπτόταν. Το Ελιζέ όμως διαμήνυσε την αντίθεσή του, ο Φρανσουά Ολάντ άλλωστε είχε δεσμευτεί πως θα υπάρξουν «έκτακτα μέτρα», όχι «μέτρα έκτακτης ανάγκης». Ειδικοί ερευνητές όπως η Αν Σιμονέν επεσήμαναν ότι «η Γαλλία, χώρα των δικαιωμάτων του ανθρώπου» δεν θα είχε τίποτε να κερδίσει από την επαναφορά μιας τέτοιας «ατιμωτικής ποινής», μόνο να χάσει. «Τα σύμβολα έχουν το φορτίο τους… δεν είναι ένα σύμβολο που θα διεκδικούσα», συνηγόρησε η υπουργός Δικαιοσύνης Κριστιάν Τομπιρά. Τελικά, ο Μανουέλ Βαλς διάλεξε τη μέση οδό καλώντας τους προέδρους των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών, σε Βουλή και Γερουσία, να καταθέσουν εντός έξι εβδομάδων «προτάσεις σύμφωνες με το δίκαιο και τις αρχές μας». Αυτή η εντεινόμενη μάχη μεταξύ αρχών, δικαίου και φόβου.