Η Ελλάδα, λέει, έχει καλές προοπτικές. Αρκεί κανείς να δει – πέρα από τα σύννεφα της συγκυρίας – τους θεμελιώδεις δείκτες της οικονομίας της.

Οχι, δεν είναι πλάκα. Είναι το σκεπτικό που διατυπώνουν στα ξένα ΜΜΕ τα επενδυτικά κεφάλαια που έχουν βάλει τα λεφτά τους στη φωτιά της Ελλάδας. Οι επενδυτές μιλούν για την ελληνική οικονομία πιο πειστικά από ό,τι η κυβέρνηση, που έχει πρώτη ανάγκη να πιστωθεί τα «θεμελιώδη».

Πρόκειται για ένα παράδοξο που δεν αναδύθηκε έτσι, ξαφνικά. Από την ώρα που η Ελλάδα δοκίμασε την πρώτη δειλή έξοδό της στις αγορές, ο Πρωθυπουργός άρχισε να ενδίδει στην ατζέντα του αντιπάλου. Πολύ καιρό πριν από τις εκλογές, ο Αντώνης Σαμαράς είχε αρχίσει να υπονομεύει στην πράξη όσα η κυβέρνησή του μπορούσε να επικαλείται ως επιτεύγματά της. Διεκδίκησε για τον εαυτό του τον ρόλο του ηρωικού «σκίστη» των Μνημονίων. Δικαίωσε τον άτυπο «ΣΥΡΙΖΑ» που υπέβοσκε μέσα στο κόμμα του υπουργοποιώντας στελέχη που είχαν κάνει καριέρα στα αντιμνημονιακά τηλεπαράθυρα – τύπου Βούλτεψη, Γιακουμάτου, Ντινόπουλου. Και πίστεψε, ερήμην των δανειστών, στη μαξιμαλιστική ατζέντα της «καθαρής εξόδου».

Γιατί να τα θυμάται κανείς τώρα όλα αυτά; Γιατί η εξάμηνη ζάλη διαρκεί και αποτυπώνεται στο προεκλογικό αφήγημα της Νέας Δημοκρατίας. Οι αναφορές σε όσα επιτεύχθηκαν τη διετία 2012-2014 σχεδόν δεν ακούγονται. Τον τόνο δίνει η ρετρό δαιμονοποίηση των βδελυρών κομμουνιστών, που είναι φίλοι των λαθρομεταναστών και εχθροί των ιερών εικόνων.

Η ΝΔ δίνει την εντύπωση ότι θεώρησε δεδομένους τους ψηφοφόρους του Κέντρου. Οτι δεν μπήκε καν στον κόπο να τους προσεταιρισθεί. Εγκατέλειψε το μεγάλο αφήγημα για να απευθυνθεί στις εφεδρείες της, στα δεξιά της Δεξιάς. Και δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να παίξει πάλι στο ξένο γήπεδο. Να υποσχεθεί κατιτίς απέναντι σε κάποιον που μπορεί να υπόσχεται τα πάντα. Να υπόσχεται, ας πούμε, ελάφρυνση του ΕΝΦΙΑ, απέναντι σε κάποιον που υπόσχεται την εξαφάνισή του.

Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι εύκολο να μιλάς σε ένα θυμωμένο ακροατήριο με όρους δημόσιων οικονομικών. Με νούμερα μόνο δεν έπεισε ποτέ κανείς. Χρειάζεται και συναίσθημα – φόβητρο ή δέλεαρ. Το ποιο από τα δύο διάλεξε η ΝΔ φαίνεται στο προεκλογικό πρόσωπο ενός μονίμως βλοσυρού Σαμαρά.

Οι εκλογές είναι πάντα ένα ερώτημα. Κερδίζει αυτός που επιβάλλει το δικό του. Αρκεί ο χρόνος στη ΝΔ για να επαναδιατυπώσει το ερώτημά της; Δεν χρειάζεται να είναι κανείς σαμάνος των γκάλοπ για να προβλέψει τι θα συμβεί αν η ερώτηση που θα φτάσει έως τα παραβάν της επόμενης Κυριακής είναι «ποιος σκίζει καλύτερα τα Μνημόνια;». Εκτός αν οι ψηφοφόροι το δουν αλλιώς.