Ο μικρός Νικόλας με την μπάλα, ο μικρός Αλέξης με το τρενάκι, ο Σαμαράς στον φράχτη, ο Τσίπρας με τα περιστέρια –του αγιασμού πρώτα, του twitter ύστερα -, ο Σαμαράς με τα εικονίσματα.

Και μετά;

Οι εκλογές είχαν πάντα έναν επιθεωρησιακό χαρακτήρα, δεν λέω. Η σαχλαμάρα είχε πάντα μια θέση στην εξέδρα. Οι επικοινωνιακοί σπόροι εξ Αμερικής έπρεπε πάντα να φυτεύονται στον βαλκανικό βιότοπο της πολιτικής, παράγοντας παράξενες ποικιλίες. Τα έχουμε όλα αυτά ξαναδεί. Αλλά, αυτή τη φορά, μου φαίνεται ότι η ισορροπία ανάμεσα στον επικοινωνιακό θόρυβο και το ουσιαστικό περιεχόμενο των μηνυμάτων έχει γείρει απότομα υπέρ του κενού. Ισως να φταίει που αυτή η καμπάνια συνδυάζει το «κρύβε λόγια» από τη μεριά εκείνων που οφείλουν να πουν με την αχαλίνωτη φλυαρία εκείνων που δεν έχουν τίποτε να πουν. Ή ίσως να φταίει που όλη αυτή η ελαφρότητα του προεκλογικού λόγου μοιάζει τελείως ασύμβατη με μια βαθύτερη αίσθηση σοβαρότητας και κρισιμότητας των στιγμών.

Η αλήθεια είναι πως αυτή η εκλογική παρτίδα ξεκίνησε να παιχτεί σε επίπεδο βασικών ενστίκτων. Από τη μια μεριά, μια καμπάνια που ποντάριζε στον φόβο και στηριζόταν στα σενάρια του Grexit 2, στις ανήσυχες δηλώσεις Ευρωπαίων και στους εφιάλτες των άδειων ATM. Από την άλλη μεριά, μια καμπάνια που ποντάριζε στον θυμό –για την ακρίβεια, στην αποστροφή ενός μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος προς τα κόμματα διακυβέρνησης και σε μια ισχυρή παρόρμηση τιμωρίας. Και οι δύο καμπάνιες εξαντλήθηκαν γρήγορα. Η ανακύκλωσή τους παράγει μονοτονία. Μα προπάντων παράγει μια αίσθηση ματαίωσης.

Επί πέντε ολόκληρα χρόνια καταναλώσαμε τόμους απλοϊκών ερμηνειών και τόνους θεωριών συνωμοσίας, που αποδίδουν την κρίση στην κακότητα ή την υστεροβουλία των ξένων. Είναι ένα κέρδος ότι, με τα πολλά, μοιάζει να έχει εμπεδωθεί η πεποίθηση πως οι βασικές αιτίες της κρίσης είναι ενδογενείς. Οτι μια φράση σαν αυτή που είπε κάποτε ο Δραγασάκης και προκάλεσε σκάνδαλο στο κόμμα του –«η κρίση είναι δική μας» είχε πει –θεωρείται πια αυτονόητη διαπίστωση. Οτι η «επιστροφή στο 2009» δεν θεωρείται πια ούτε ρεαλιστικός μα ούτε και επιθυμητός στόχος. Στη θέση τους έχει, νομίζω, εμπεδωθεί η πεποίθηση πως η διεθνής οικονομική κρίση ήταν απλώς ο καταλύτης που επέσπευσε την κατάρρευση ενός παρασιτικού παραγωγικού μοντέλου που είχε προ πολλού εκμετρήσει το ζην και δεν μπορούσε –ούτε καν στη στιγμή της μεγάλης ευφορίας, το 2004 –να παραγάγει επαρκώς νέες θέσεις εργασίας ή να βρει ικανοποιητική θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Κι έχει επίσης εμπεδωθεί ότι το κράτος, όχι το μέγεθός του αλλά η λειτουργία του, η μετατροπή του σε λάφυρο του κόμματος που κέρδιζε τις εκλογές, η πελατειακή εξαλλαγή και διαφθορά που το κυβερνούσε, ήταν ο μεγάλος ασθενής. Και η αληθινή αιτία της τρίτης, στη νεότερη ελληνική Ιστορία, χρεοκοπίας.

Θα ήταν λογικό να περιμένει κανείς, λοιπόν, ο χρόνος των εκλογών να συμπέσει με τον χρόνο μιας συζήτησης για τις αναγκαίες αλλαγές στο κράτος και στο παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας. Για τις αιτίες που εμπόδισαν τις μεταρρυθμίσεις, τόσο πριν από τη χρεοκοπία όσο και έπειτα από αυτήν, στα δύσκολα χρόνια της αιματηρής δημοσιονομικής προσαρμογής. Για τις προτάσεις, τις ιδέες, τα προγράμματα, τις αποκλίσεις και τις συγκλίσεις. Για το μείζον: πώς θα κυβερνηθεί η Ελλάδα –ανεξάρτητα από την έκβαση που θα έχει το έλασσον: ποιος θα κερδίσει τις εκλογές και ποια έκβαση θα έχει η πολυσυζητημένη διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους.

Αντί γι’ αυτό, τόσες μέρες τώρα, κάθε μέρα, παρακολουθούμε μια συζήτηση μονοθεματική: για τη Μέρκελ και τον Ντράγκι, για τους κινδύνους ή τις ευκαιρίες της επόμενης μέρας, για το κούρεμα, το Grexit ή το plan b. Μια δήθεν συζήτηση, όπου η μονότονη ερώτηση «πού θα βρείτε τα λεφτά;» δέχεται τις ευφάνταστες απαντήσεις συνομιλητών επιπέδου Ραχήλ Μακρή. Και από την οποία ένα, κάποιο σχέδιο μεταρρυθμίσεων απουσιάζει. Επειδή «κρύβουν λόγια»; Ή επειδή στ’ αλήθεια δεν το έχουν καν βάλει στο χαρτί;